-
1 μεγαλ-ηγόρος
μεγαλ-ηγόρος, großprahlend, μεγάλα μεγαληγόρων κλύων ἀνοσίων ἀνδρῶν, Aesch. Spt. 547; Xen. Cyr. 7, 1, 17 u. Sp. – Long. 8 vom Styl, erhaben. – Adv., Poll. 9, 147.
-
2 μεγαλήγορος
μεγᾰλ-ήγορος, ον,2 lofty, magniloquent, Longin.8.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλήγορος
-
3 μεγαληγόρος
μεγαλ-ηγόρος, großprahlend; vom Stil: erhaben -
4 μεγαληγορος
См. также в других словарях:
ομοήγορον — ὁμοήγορον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅμοιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, παρ ήγορος, κατ ήγορος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υψήγορος — ον, Α 1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας 2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής. επίρρ... ὑψηγόρως Α με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
μεγαλήγορος — η, ο (Α μεγαλήγορος, ον) 1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. επίρρ... μεγαληγόρως (Α) με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο ήγορος. Το… … Dictionary of Greek