-
1 μεγαλό-ψῡχος
μεγαλό-ψῡχος, von hoher, edler Gesinnung und Seelengröße, ἀϑάνατα μὲν φρόνει τῷ μεγαλόψυχος εἶναι, Isocr. 1, 32; vgl. Arist. Eth. 1, 10, 12 u. die unter μεγαλοψυχία angeführten Stellen; u. so auch Sp., wie bei Pol. τὸ μεγαλόψυχον καὶ παράβολον τῆς Ῥωμαίων αἱρέσεως, 1, 20, 11; bes. den Freigebigen bezeichnend, καὶ εὐεργετικός, 22, 21, 3; adv., μεγαλοψύχως καὶ πρᾴως χρῆσϑαι τοῖς πράγμασι, 1, 8, 4, καὶ βασιλικῶς, 8, 25, 5. Nach Plat. Alc. II, 140 c auch ein milderer Ausdruck für ἄφρων, hochfahrig, überspannt.
-
2 μεγαλόψυχος
μεγᾰλό-ψῡχος, ον,A high-souled, generous, Isoc.9.3, Arist.EN 1123b2;εὐεργετικὸς καὶ μ. Plb.22.21.3
; τὸ μ., = μεγαλοψυχία, Id.1.20.11, 31.28.9, Plu.Per.36: [comp] Comp. - ότερος, φαίνεσθαι D.19.235
, cf. Hyp.Eux.33. Adv. - χως, ἔχειν πρός τινας D.19.140
;χρήσασθαι τοῖς πράγμασι Plb.1.8.4
, cf. OGI194.11 (Egypt, i B. C.);ἐνεγκεῖν συμφοράν Plu.CG19
.2 romantic, Quixotic, Pl.Alc.2.140c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόψυχος
-
3 μεγαλόψῡχος
μεγαλό-ψῡχος, von hoher, edler Gesinnung und Seelengröße; bes. den Freigebigen bezeichnend; auch ein milderer Ausdruck für ἄφρων, hochfahrig, überspannt -
4 μεγαλοψυχος
21) возвышенного образа мыслей, благородный(μ. καὴ ἐλεύθερος Arst.)
2) восторженный, пылкий Plat.3) великодушный, щедрый(μ. καὴ εὐεργετικός Polyb.)
См. также в других словарях:
εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ … Dictionary of Greek
ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ισχυρόψυχος — ἰσχυρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… … Dictionary of Greek
κρατερόψυχος — και καρτερόψυχος, η, ο γενναιόψυχος, ανδρείος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος … Dictionary of Greek
λαμπρόψυχος — λαμπρόψυχος, ον (Α) μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
μακρόψυχος — μακρόψυχος, ον (AM) 1. υπομονετικός 2. βραδυκίνητος, οκνός, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ … Dictionary of Greek
περισσόψυχος — ον, Μ πάρα πολύ εύψυχος, εξαιρετικά γενναίος, θαρραλέος, παράτολμος, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek