-
1 μεγαλόψυχος
μεγᾰλό-ψῡχος, ον,A high-souled, generous, Isoc.9.3, Arist.EN 1123b2;εὐεργετικὸς καὶ μ. Plb.22.21.3
; τὸ μ., = μεγαλοψυχία, Id.1.20.11, 31.28.9, Plu.Per.36: [comp] Comp. - ότερος, φαίνεσθαι D.19.235
, cf. Hyp.Eux.33. Adv. - χως, ἔχειν πρός τινας D.19.140
;χρήσασθαι τοῖς πράγμασι Plb.1.8.4
, cf. OGI194.11 (Egypt, i B. C.);ἐνεγκεῖν συμφοράν Plu.CG19
.2 romantic, Quixotic, Pl.Alc.2.140c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόψυχος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский