Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγαλωστί

См. также в других словарях:

  • μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωστί — far and wide epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχεωστί — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. τί, κατά το μεγαλωστί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»