-
1 μεγαλοφροσύνη
μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 μεγαλοφροσυνη
(ῠ) ἥ1) величие духа, душевное благородство(ἀνδρεία καὴ μ. Plat.)
ὑπὸ μεγαλοφροσύνης Her. — из великодушия2) тж. pl. высокомерие, надменность Her. etc. -
3 μεγαλοφροσύνῃ
Βλ. λ. μεγαλοφροσύνη -
4 μεγαλοφροσύνη
μεγᾰλο-φροσύνη, ἡ,A greatness of mind, Pl.Smp. 194b, Isoc.9.27, IG7.2713.10 (Oratio Neronis), Philostr.VS2.1.3; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης magnanimously, Hdt.7.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφροσύνη
-
5 μεγαλοφροσύνη
μεγαλο-φροσύνη, ἡ, hoher Sinn, Großmut; aber auch tadelnd: Hochmut -
6 μεγαλοφροσύνηι
μεγαλοφροσύνῃ, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 μεγαλοφροσύναις
μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem dat pl -
8 μεγαλοφροσύνην
μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 μεγαλοφροσύνης
μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem gen sg (attic epic ionic) -
10 μεγαλοφρον
-
11 μεγαλοφροσύνα
μεγαλοφροσύναι, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem nom /voc plμεγαλοφροσύνᾱͅ, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem dat sg (doric aeolic) -
12 μεγαλοφροσύνᾳ
μεγαλοφροσύναι, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem nom /voc plμεγαλοφροσύνᾱͅ, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem dat sg (doric aeolic) -
13 εὐ-ταξία
εὐ-ταξία, ἡ, die gute Anordnung, τῶν τῆς ψυχῆς μερῶν πρὸς ἄλληλα Plat. Defin. 411 d; guter Zustand, ὅπλων καὶ ἵππων Xen. Mem. 3, 3, 14; – die gute Ordnung, Mannszucht, bes. im Heere, Thuc. 6, 71; Plut. Artax. 7 u. A. – Das Beobachten der guten Ordnung, des rechten Maaßes in allen Dingen, z. B. in der Diät, Plut. plac. phil. 5, 30; bes. in sittlicher Beziehung, καὶ μεγαλοφροσύνη Plat. Alc. I, 122 d; καὶ σωφροσύνη Pol. 32, 11, 8; Sp. Bei den Stoikern die Fertigkeit, Alles am rechten Ort u. zur rechten Zeit zu sagen u. zu thun, Sp., vgl. Cic. off. 1, 40.
-
14 великодушие
великодуш||иес ἡ μεγαλοψυχία, ἡ μεγαλοφροσύνη, ἡ γενναιοφροσύνη, ἡ γεν-ναιοκαρδία. -
15 μεγαλοφροσύναν
μεγαλοφροσύνᾱν, μεγαλοφροσύνηgreatness of mind: fem acc sg (doric aeolic) -
16 великодушие
-я θ.μεγαλοψυχία, γενναιοφροσύνη, μεγαλοφροσύνη, μακροθυμία. -
17 великодушничать
ρ.δ.δείχνω μεγαλοψυχία μεγαλοφροσύνη κλπ. ουσ. -
18 горделивость
-и θ.υπερηφάνεια, μεγαλοφροσύνη, υφηλοφροσύνη. -
19 кичливость
-и θ.περηφάνεια, υψηλοφροσύνη, μεγαλοφροσύνη, καμάρωμα. -
20 Conceit
subs.Pride: P. and V. φρόνημα, τό, ὄγκος, ὁ, P χαυνότης, ἡ, ὑπερηφανία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, μεγαλοφροσύνη, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ.Conceit of language: P. κομψεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conceit
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεγαλοφροσύνη — greatness of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνῃ — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνη — η 1. μεγαλοψυχία, περηφάνια. 2. αλαζονεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοφροσύνηι — μεγαλοφροσύνῃ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύναις — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνην — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνης — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνᾳ — μεγαλοφροσύναι , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem nom/voc pl μεγαλοφροσύνᾱͅ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)