Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγαλήτωρ

См. также в других словарях:

  • μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήτωρ — greathearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήτορα — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήτορας — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήτορες — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήτορι — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήτορος — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Megalétor — MEGALÉTOR, ŏris, Gr. Μεγαλήτωρ, ορος, einer von des Munichus Söhnen, der endlich aus Mitleiden der Götter, damit sie nicht elendiglich verbrennen durften, in Vögel, und er insonderheit in einen Ichnevmon, verwandelt wurden. Nicand ap. Ant.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»