-
1 μεγήρατα
μεγήρατοςneut nom /voc /acc pl -
2 μεγήριτος
A much contended for,μ. τέκνα θεάων Hes.Th. 240
(with v.l. [full] μεγήρᾰτα, ([etym.] ἐρατός) passing lovely, which is prob. l. in Pancrat. Oxy.1085.9).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγήριτος
См. также в других словарях:
μεγήρατα — μεγήρατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek