Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγά-δωρος

См. также в других словарях:

  • μεγάδωρος — μεγάδωρος, ον (Α) μεγα λόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. γενναιό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»