Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μεγάλη

  • 21 честь

    честь ж η τιμή; в \честь... προς τιμή...· это для меня большая — μεγάλη μου τιμή
    * * *
    ж
    η τιμή

    в честь... — προς τιμή…

    э́то для меня́ больша́я честь — μεγάλη μου τιμή

    Русско-греческий словарь > честь

  • 22 широкоформатный

    широкоформатный: \широкоформатный экран η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη
    * * *

    широкоформа́тный экра́н — η μεγάλη κινηματογραφική οθόνη

    Русско-греческий словарь > широкоформатный

  • 23 великий

    велик||ий
    прил
    1. μέγας, μεγάλος:
    \великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·
    2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:
    сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > великий

  • 24 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 25 оглядка

    огляд||ка
    ж разг ἡ μεγάλη προσοχή· ◊ действовать с \оглядкакой ἐνεργῶ μέ μεγάλη περίσκεψη· действовать без \оглядкаки ἐνεργῶ ἀπερίσκεπτά бежать без \оглядкаки φεύγω μέ τά τέσσερα, τό κόβω λάσπη.

    Русско-новогреческий словарь > оглядка

  • 26 сокрушение

    сокруш||ение
    с
    1. (действие) ἡ συντριβή, ἡ καταστροφή·
    2. (печаль) ἡ μεγάλη λύπη, ἡ κατάθλιψη:
    с \сокрушениеением μέ μεγάλη θλίψη.

    Русско-новогреческий словарь > сокрушение

  • 27 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 28 ценить

    ценить
    несов прям., перен ἐκτιμώ:
    \ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:
    \цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος.

    Русско-новогреческий словарь > ценить

  • 29 вздремнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    νυστάζω• τον κλέφτω, το παίρνω λίγο•

    после еды -ул немножко μετά το φαγητό τον έκλεψα λίγο.

    νυστάζω, έχω μεγάλη νύστα•

    мне -лось μου ήρθε μεγάλη νύστα.

    Большой русско-греческий словарь > вздремнуть

  • 30 крупный

    επ., βρ: крупен, крупна, крупно;
    1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•

    крупный песок χοντρός άμμος•

    крупный скот τα χοντρά ζώα•

    крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•

    крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•

    -ые капли χοντρές σταγόνες•

    крупный орех μεγάλο καρύδι•

    -ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•

    -ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•

    крупный талант μεγάλο ταλέντο•

    -учёный μεγάλος επιστήμονας•

    -ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•

    2. σοβαρός, σημαντικός•

    -ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.

    εκφρ.
    - ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•
    крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•
    - ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό.

    Большой русско-греческий словарь > крупный

  • 31 лихорадка

    θ.
    1. μεγάλος πυρετός με ρίγος.
    2. ξεθύμασμα, εξάνθημα (συνήθως στα χείλη από κρυολόγημα).
    3. μεγάλη δραστηριότητα. || εξαιρετική κίνηση, • μεγάλη κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадка

  • 32 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 33 огромный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно (κυρλξ. κ. μτφ.)• τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, πολύ μεγάλος ογκώδης•

    -ая скала πελώριος βράχος•

    -ое влияние πολύ μεγάλη επίδραση•

    -ое большинство πολύ μεγάλη πλειοψηφία•

    человек -го роста πανύψηλος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > огромный

  • 34 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 35 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

  • 36 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 37 сонм

    α.
    (γραπ. λόγος) μεγάλη ομάδα ή παρέα•

    целый сонм гостей μεγάλη παρέα φιλοξενούμενων.

    || πλήθος, μάζα, σωρεία.
    εκφρ.
    причислить к -у – συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω.

    Большой русско-греческий словарь > сонм

  • 38 широкий

    επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.
    1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•

    -ая дорога πλατύς δρόμος•

    -ие брюки φαρδύ παντελόνι.

    || μεγάλος•

    широкий шаг μεγάλο βήμα•

    она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.

    || εκτεταμένος•

    широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.

    2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•

    -ое совещание πλατιάσύσκεψη•

    -ие массы οι πλατιές μάζες•

    в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•

    в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•

    -ие планы μεγάλα πλάνα•

    -ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•

    широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•

    -ая поддержка πλατιά υποστήριξη.

    || πολυάριθμος•

    широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•

    широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.

    εκφρ.
    широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•
    широкий звук (.γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•
    - им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•
    на -ую руку ή ногуκ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη.

    Большой русско-греческий словарь > широкий

  • 39 бетон

    το σκυρόδεμα, το σκυροκονίαμα, το μπετόν (ξεν.)
    армировать - οπλίζω/ενισχύω το -
    - αρμέ (ξεν.)
    плотный - πυκνό/στεγανό -
    - с большим содержанием цемента - με μεγάλη περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντο
    - с малым содержанием цемента - με μικρή περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бетон

  • 40 бутыль

    (тара) η μεγάλη φιάλη, η μπουκάλα, η νταμιτζάνα, η γυάλα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бутыль

См. также в других словарях:

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μεγάλη Παναγία — Sp Megãli Panagijà Ap Μεγάλη Παναγία/Megali Panagia L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • μεγάλη — μέγας big fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέγας big fem voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλῃ — μέγας big fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»