-
61 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
62 пурга
η (μεγάλη) χιονοθύελλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пурга
-
63 разница
1. (несходство, различие) η διαφορά 2. мат. см. разность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разница
-
64 ригоризм
η μεγάλη (ηθική) αυστηρότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ригоризм
-
65 серия
1. (ряд однородных предметов, последовательный ряд действий изделий деталей) η σειρά 2. (геол.) η γεωλογική σειρά 3. (раз-ряд, категория ценных бумаг) η σειρά 4. (часть большого кинофильма) το μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серия
-
66 скидка
η έκπτωσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скидка
-
67 скоростной
1. (регулирующий скорость) της ταχύτητας 2. (совершаемый с большой скоростью) της μεγάλης ταχύτηταςμε μεγάλη ταχύτητα3. (связанный с высокими темпами работы) ταχύςγρήγοροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скоростной
-
68 ценность
1. (цена, стоимость) η αξί/α 2. (ценный предмет) το ακριβό αντικείμενο 3. (важность, значимость чего-л.) η αξία, η μεγάλη σημασίαпищевая - θρεπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ценность
-
69 экономия
1. (область знания) η οικονομία 2. (бережливость, экономное обращение) η οικονομία 3. (сбережение чего-л.) η εξοικονόμησηзначительная - μεγάλη -, σημαντική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономия
-
70 баркас
баркасм ἡ φελούκα, ἡ μεγάλη βάρκα. -
71 большой
больш||ойприл1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):\большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):\большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:\большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων4. (взрослый) μεγάλος:он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος. -
72 бутыль
бутыльж ἡ μπουκάλα, ἡ μεγάλη φιάλη/ ἡ νταμιζάνα (оплетенная). -
73 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
74 войсковой
войсков||о́йприл τοῦ στρατεύματος, τοῦ στρατοῦ:\войсковойо́е соединение ἡ μεγάλη στρατιωτική μονάδα. -
75 волчий
во́лч||ийприл τοῦ λύκου· ◊ \волчийья яма а) ἀντιαρματική τάφρος, б) воен. καμουφλαρισμένος λάκκος γιά παγίδευση· \волчий аппетит ἡ μεγάλη δρεξη. -
76 воображать
вообра||жатьнесов φαντάζομαι, βάζω στό νοῦ μου:\воображатьжаю, каким ты стал φαντάζομαι πῶς θά ἔγινες· \воображатьжать всякие ужасы βάζω στό νοῦ μου τρομερά πράγματα· она \воображатьжала себя актрисой θεωρούσε τόν ἐαυτό τής ἡθοποιό· ◊ много о себе \воображатьжать разг ἔχω μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἐαυτό μου. -
77 выбор
выборм1. ἡ ἐκλογἡ:неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ2. (ассортимент) ἡ συλλογή:большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν. -
78 высокопариость
высокопари||остьж ὁ στόμφος, τό στομφώδες ὕφος, ἡ μεγάλη-γορία, ἡ μεγαλορρημοσύνη. -
79 гнать
гнатьнесов1. ὀδηγῶ, κατευθύνω, σπρώχνω·2. (торопить) βιάζω, ἐπισπεύδω:\гнать машину ὀδηγῶ μέ μεγάλη ταχύτητα τό αὐτοκίνητο· \гнать лошадь βιάζω τό ἄλογο·3. (преследовать) κυνηγῶ·4. (прогонять) διώχνω, (ἐκ)διώκω:\гнать из дому διώχνω ἀπ' τό σπίτι·5. (спирт и т. п.) ἀποστάζω, διυλίζω· ◊ \гнать мяч спорт. κλωτσάω τή μπάλλα. -
80 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι.
См. также в других словарях:
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek
Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλη Παναγία — Sp Megãli Panagijà Ap Μεγάλη Παναγία/Megali Panagia L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μεγάλη — μέγας big fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέγας big fem voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλῃ — μέγας big fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας … Dictionary of Greek