Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μείλιχμα

См. также в других словарях:

  • μείλιχμα — μείλιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μείλιγμα …   Dictionary of Greek

  • μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»