-
21 κρισις
1) разделение, различение(τῶν διαφερόντων Arst.)
2) суждение, мнение(ἐπαινέειν τέν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν ἀληθής Soph.)
τέν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. — иметь суждение о чем-л.3) суд, решение, приговорἐν θεῶν κρίσει Aesch. — по приговору (т.е. повелению) богов;
ἥ τῶν ὅπλων κ. Plut. — решение об оружии (убитого Ахилла)4) суд, судебное разбирательствоτῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. — дать народу право участия в судебном разбирательстве;
τὸ μετέχειν κρίσεως καὴ ἀρχῆς Arst. — участие в судебной и административной жизни;προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.;καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — добровольно предстать перед судом5) состязание, спор(τῶν μνηστήρων Her.)
τόξου κ. Soph. — состязание в стрельбе из лука6) спор, тяжба(θεῶν ἔρις τε καὴ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.)
7) выбор, избрание(τῶν ἀξίων Arst.)
8) исход, окончание:(τὸ Μηδικὸν ἔργον) δυοῖν ναυμαχίαιν καὴ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τέν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; μάχη κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение
9) (ис)толкование(κρίσεις ἐνυπνίων Plut.)
10) переломный момент, кризис(αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.)
-
22 λειπω
(aor. 2 ἔλιπον, поздн. aor. 1 ἔλειψα, pf. λέλοιπα, эп. inf. aor. λιπέειν; pass.: fut. λειφθήσομαι, aor. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι fut. 3 λελείψομαι) тж. med.1) оставлять, покидать(Ἑλλάδα, Τρῶας καὴ Ἀχαιούς, δώματα Hom.; med. τινος и ἀπό τινος Her.)
λ. βίον ὑπό τινος Plat. — погибнуть от чьей-л. руки;ψυχέ λέλοιπεν Hom. — жизнь оставила (его);σοῦ λελειμμένη Soph. — покинутая тобой (Исмена);λ. τάξιν Plat., Arst.; — оставлять строй, дезертировать2) оставлять после себя (умирая)(σκῆπτρόν τινι Hom.; θυγατέρας Plat.; εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch.; med.: μνημόσυνα Her.; διαδόχους ἑαυτῷ Plut.)
3) истощаться, кончаться4) недоставать, не хватать(τὰ λείποντα ἐπιδιορθῶσαι NT.; τι λείπει αὐτοῖς; Polyb.)
τριάκοντα ἔτη λείποντα δυοῖν Polyb. — тридцать лет без двух;μικρῷ λείπουσι ἑπτακοσίοις σκάφεσι Polyb. — почти с семьюстами лодок5) пренебрегать, отказываться, уклоняться(τέν μαρτυρίαν Dem.; med. τῆς ναυμαχιης Her.)
λ. φόραν Xen. — не платить подати;λ. ὅρκον Dem. — отказываться принести присягу6) исчезать, выпадать7) med.-pass. оставатьсяτὸ λειπόμενον и τὸ λειφθέν Arst. = τὸ λοιπόν I;
τριτάτη ἔτι μοῖρα λέλειπται Hom. — оставалась еще третья часть (ночи);λείπεται Plat. — остается (сказать, добавить, предположить и т.п.)8) med.-pass. оставаться в живых, уцелевать(πολλοὴ μὲν δάμεν, πολλοὴ δὲ λίποντο Hom.)
στρατὸν λελειμμένον δορός Aesch. — уцелевшее от (вражеского) оружия войско9) med.-pass. оставаться позади, отставатьμέ λ. τινος Thuc. — не отставать от кого-л.;ἐς δίσκουρα λελεῖφθαι Hom. — отстать на расстояние дискового броска;τοῦ καιροῦ λειπόμενοι Xen. — не поспевающие, отстающие10) med.-pass. отставать (в чём-л), уступать, оказываться слабееλ. τινός τι, τινος ἔς τι и ἔν τινι Her., τινος περί τι Polyb., τινός τινος Eur. и τινός τινι Aesch., Plut.; — уступать кому-л. в чем-л.;
λ. πλήθει τινός Xen. — уступать кому-л. в численности;λ. μάχῃ Aesch. — быть побежденным в бою;ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Xen. — ты знаешь это нисколько не хуже, чем я11) med.-pass. не знать, не понимать(τῶν βουλευμάτων τινός Eur.)
λελειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Eur. — я не сведущ в эллинских законах12) med.-pass. не иметь, быть лишенным(τέκνων Eur.; κτεάνων καὴ φίλων Pind.)
γνώμας λειπόμενος σοφᾶς Soph. — лишенный здравого смысла -
23 μεν
постпозит. частица1) ( со смыслом подчеркнутого утверждения) конечно, право (же), же, (да) ведь, -то, вот, именно, и(ταῦτα μὲν ἡμῖν ἤγγελέ τις Plat.)
ἀκτέ μὲν ἥδε τῆς χθονὸς Λήμνου Soph. — вот и Лемносский край;ἐγὼ μὲν τοίνυν Xen. — что до меня;Ἕλλην μέν ἐστι και ἑλληνίζει ; Plat. — да ведь он грек и говорит по-гречески (не правда ли)?;παρεγένου μὲν τῇ μάχῃ ; Plat. — да ты-то участвовал в сражении?;ἐγὼ μὲν οὐδέν Soph. — я-то ничего (больше не желаю);πάνυ или μάλιστα μὲν οὖν Plat. — ну конечно же, непременно;ἆρ΄ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ; - Τοῦτο μὲν οὖν αὐτό Plat. — не то ли это дерево? - Именно, оно самое;οὕτω μέν Thuc. — так вот как, вот каким образом;ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται Hom. — и вот все это исполнится;οὐ μὲν γὰρ νῦν πρῶτα Hom. — не впервые же теперь;οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικεν Hom. — да и совсем не годится2) ( иногда с оттенком противительности) все же, однакоοὐδὲ μὲν οὐδ΄ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν Hom. — и хотя они не были без начальника, все же тосковали по (погибшем) вожде;
ἢ σοὴ μὲν ἡμεῖς φίλοι ; (pl. = sing.) Soph. — и все же я буду тебе дорог?3) (в смысле противоположения, сопричисленая или повторения - с соотносительной частицей во втором члене сложного предложения: δέ, реже ἀλλά, τοίνυν, ἀτάρ - эп. тж. αὐτάρ, ἀλλ΄ ὅμως, ὥμος δέ, αὖ, αὖτε, αὖθις, εἶτα, ἔπειτα): ( противопоставление) с одной стороны ( чаще не переводится)(πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος Xen.)
; ( сопричисление) ὑμῖν μὲν θεοὴ δοῖεν ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ΄ οἴκαδε ἱκέσθαι Hom. да помогут вам боги разрушить град Приама и счастливо вернуться домой; εἷς δὲ δέ εἷπε στρατεγοὺς μὲν ἑλέσθαι ἄλλους, τὰ δ΄ ἐπιτήδεια ἀγοράζεσθαι Xen. один же (из воинов) предложил избрать других военачальников и закупить продовольствие; ( сопоставительное повторение)οἳ περὴ μὲν βουλέν Δαναῶν, περὴ δ΄ ἐστὲ μάχεσθαι Hom. — вы (оба) - первые на собраниях данайцев, первые и в бою;
τοιαῦτα μὲν πεποίηκε, τοιαῦτα δὲ λέγει Xen. — это он сделал, это он и подтверждает -
24 προσγιγνομαι
ион. προσγίνομαι (γῑ) присоединяться(τινι Her.; οἱ προσγεγενημένοι ξύμμαχοι Thuc.)
θαρσήσαντες τοῖς προσγιγνομένοις Thuc. — ободрившиеся благодаря прибывшим подкреплениям;μέ παραγενέσθαι τῇ μάχῃ, ἀλλὰ προσγενέσθαι μετὰ τέν μάχην διώκουσι Plut. — не участвовать в сражении, но присоединиться после сражения к преследующим;τὸ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται Thuc. — не легко им (т.е. пелопоннессцам) дастся стать опытными моряками;πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος Plat. — с мужеством сочетать любовь к мудрости;ἐπειδέ καὴ γῆρας καὴ νόσοι προσγίνεταί μοι Lys. — после того, как прибавились у меня старость и болезни -
25 λόγχη
η1) штык;έφοδος ( — или επίθεση) μ' εφ' όπλου λόγχην — штыковая атака;
μάχη μ' εφ' όπλου λόγχες — штыковой бой;
ορμώ μ' εφ' όπλου λόγχην — идти в штыки;
εφ' όπλου λόγχην! — или εμπρός διά της λόγχης! — в штыки! (команда);
2) копьё, пика
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πέτρας, μάχη της- — Η τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821 (12 Σεπτεμβρίου 1829). Μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πόλεμου, η Τουρκία διέταξε τον στρατό της, που βρισκόταν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια, να συγκεντρωθεί στη Θράκη για να τον… … Dictionary of Greek
Μυκάλης, μάχη της- — Μάχη η οποία έγινε τον Σεπτέμβριο του 479 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών στη νότια παραλία της ομώνυμης χερσονήσου της ΝΔ Μικράς Ασίας. Ο περσικός στόλος, ο οποίος ήταν αραγμένος στη Σάμο, όταν έφτασε η είδηση ότι ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον … Dictionary of Greek
Αγγλίας, μάχη της- — (8 Αυγούστου – 31 Οκτωβρίου 1940). Αεροπορικές συγκρούσεις των επιτιθέμενων Γερμανών και των αμυνόμενων Άγγλων, στον ουρανό της Βρετανίας … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
μάχη — η 1. ένοπλη σύγκρουση δύο στρατών: Ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας πολέμησε στη μάχη των Θερμοπυλών. 2. μτφ., επίμονη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες: Έγινε μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εργαζομένους για τα νέα ασφαλιστικά μέτρα. 3. έντονη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάχη του — Σ. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου, από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1941 η σοβιετική στρατιά του στρατάρχη Τιμοσένκο, αντιμετώπισε κοντά στο Σ., τη γερμανική στρατιά του στρατάρχη φον Μποκ με σκοπό να καθυστερήσει την… … Dictionary of Greek
Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… … Dictionary of Greek
Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… … Dictionary of Greek
Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μάρνη, μάχη του- — Με αυτή την ονομασία χαρακτηρίζεται η μάχη που έλαβε χώρα κοντά στον ποταμό Μάρνη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Διεξήχθη από τις 6 έως 9 Σεπτεμβρίου 1914 και στάθηκε καθοριστική, καθώς ανέκοψε την προέλαση των Γερμανών σε απόσταση… … Dictionary of Greek