-
1 μαχαιρώνιον
-
2 μαχαιρώνιον
μαχαιρώνιον, τό, eine Pflanze, die auch ξίφιον heißt, gladiolus -
3 μαχαιρώνιον
A v. μαχαιρίων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρώνιον
-
4 μαχαιρίων
A = ξιφίον, Dsc.4.20; v. l. μαχαιρώνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρίων
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий