-
1 μαχαιροδέτης
μαχαιροδέτηςsword-belt: masc nom sg -
2 μαχαιροδέτης
A sword-belt, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιροδέτης
-
3 μαχαιροδέτης
μαχαιρο-δέτης, ὁ, der Riemen, an dem man das Messer od. den Säbel trägt -
4 καταληπτήρ
3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταληπτήρ
См. также в других словарях:
μαχαιροδέτης — μαχαιροδέτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάς, λωρίον ἐξαρτήσεως τῆς μαχαίρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
μαχαιροδέτης — sword belt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek