-
1 μαχαιριδιον
-
2 μαχαιριον
-
3 θυτικος
См. также в других словарях:
μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek