-
1 ματτυολοιχος
-
2 ματτυολοιχός
ματτυο-λοιχός, nach dem Gericht ματτύα lecker, übh. schmarotzerisch -
3 ματιολοιχος
-
4 ματιολοιχός
A = κρουσιμέτρης, from [full] μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: [full] ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. [full] ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματιολοιχός
-
5 ματτύη
ματτύη [pron. full] [ῠ] (not-ύα), ἡ, Nicostr.Com.8, Sophil.4.5, Macho 1; but [full] ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. Ath.14.663d; gender doubtful in Philem. 9,12, Alex.205:—A a rich, highly-flavoured dish, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. Poll.6.70 ( ματύλλη codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to Ath.14.662f: but [full] ματτυολοιχός is prob. cj. for ματιολοιχός (q.v.). -
6 ματτυοκόπης
A = ματτυολοιχός, Amm.Marc.15.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματτυοκόπης
См. также в других словарях:
ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… … Dictionary of Greek
ματαιολοιχός — ματαιολοιχός, ὁ (Α) βλ. ματτυολοιχός … Dictionary of Greek
ματιολοιχός — ματιολοιχός, ὁ (Α) ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός*] … Dictionary of Greek