Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ματαιότης

См. также в других словарях:

  • ματαιότης — vanity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοτήτων — ματαιότης vanity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότησιν — ματαιότης vanity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητα — ματαιότης vanity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητας — ματαιότης vanity fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητες — ματαιότης vanity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητι — ματαιότης vanity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητος — ματαιότης vanity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

  • ματαιότητ' — ματαιότητα , ματαιότης vanity fem acc sg ματαιότητι , ματαιότης vanity fem dat sg ματαιότητε , ματαιότης vanity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • суета — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ματαιότης) хлопотливая, усиленная деятельность, которая… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»