-
1 ματαιότης
A vanity, purposelessness,ματαιότης ματαιοτήτων LXX Ec.1.2
, cf. Ph.1.426;τῇ μ. ἡ κτίσις ὑπετάγη Ep.Rom.8.20
; folly,ἀνθρώπων Phld.Rh.2.26
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματαιότης
-
2 ματαιότης
ματαιότης, ητος, ἡ, Eitelkeit, Leichtsinn, Thorheit, LXX. u. a. Sp.
-
3 ματαιοτης
-
4 ματαιότης
ματαιότηςvanity: fem nom sg -
5 ματαιότης
ματαιότης, ητος, ἡ, Eitelkeit, Leichtsinn, Torheit -
6 ματαιότης
ματαιότης, ητος, ἡ (s. prec. entry; Philod., Rhet. II p. 26, 6 Sudh. μ. ἀνθρώπων; Sext. Emp., Adv. Math. 1, 278; Pollux 6, 134; LXX; TestSol 8:2 D; Philo, Conf. Lingu. 141. Perh. also CIG IV, 8743, 6) state of being without use or value, emptiness, futility, purposelessness, transitoriness τῇ μ. ἡ κτίσις ὑπετάγη the creation was subjected to frustration Ro 8:20. Of the heathen περιπατεῖν ἐν μ. τοῦ νοός walk with their minds fixed on futile things Eph 4:17. φεύγειν ἀπὸ πάσης μ. flee from all idle speculations 4:10; cp. Pol 7:2 (καθαρεύειν ἀπὸ πάσης μ. νοημάτων καὶ λέξεων Orig., C. Cels. 5, 46, 5). ὑπέρογκα ματαιότητος φθέγγεσθαι utter highsounding but empty words 2 Pt 2:18 (cp. Ps 37:13). ἐπὶ ματαιότητι out of folly (Arrian, Ind. 36, 1 ἐπὶ τῆς ἀγγελίης τῇ ματαιότητι) ITr 8:2.—DELG s.v. μάτη. M-M. TW. -
7 ματαιότης
{сущ., 3}тщета, суетность, пустота, бесцельность.Ссылки: Рим. 8:20; Еф. 4:17; 2Пет. 2:18. LXX: 1892 (לבֶהֶ), 7723 (אוְָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ματαιότης
-
8 ματαιότης
{сущ., 3}тщета, суетность, пустота, бесцельность.Ссылки: Рим. 8:20; Еф. 4:17; 2Пет. 2:18. LXX: 1892 (לבֶהֶ), 7723 (אוְָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ματαιότης
-
9 ματαιότης
тщета, суетность, пустота, бесцельность; LXX: (הֶבֶל), (שָׂוְא).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ματαιότης
-
10 ματαιότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-55-0=55 Ps 4,3; 25(26),4; 30(31),7; 37(38),13; 38(39),6emptiness, vanity Eccl 1,2; folly Prv 22,8aεἰς ματαιότητα in vain Ps 138(139),20; ἐλάλησαν ματαιότητας they spoke or uttered empty words Ps 37(38),13*Ps 39(40),5 ματαιότητας vanities-⋄ריק? for MT רהבים the powerful, the proudneol.Cf. BERTRAM 1952 26-49(esp.30-36); HARL 1992a, 24; →NIDNTT; TWNT -
11 Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
• Суета сует и все суетаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
-
12 ἀ-ματαιότης
ἀ-ματαιότης, ητος, ἡ, die Kraft, sich nicht durch Eitelkeit blenden zu lassen, Diog. L. 7. 47.
-
13 ματαιοτήτων
ματαιότηςvanity: fem gen pl -
14 ματαιότησιν
ματαιότηςvanity: fem dat pl -
15 ματαιότητα
ματαιότηςvanity: fem acc sg -
16 ματαιότητας
ματαιότηςvanity: fem acc pl -
17 ματαιότητες
ματαιότηςvanity: fem nom /voc pl -
18 ματαιότητι
ματαιότηςvanity: fem dat sg -
19 ματαιότητος
ματαιότηςvanity: fem gen sg -
20 ματαιότητ'
ματαιότητα, ματαιότηςvanity: fem acc sgματαιότητι, ματαιότηςvanity: fem dat sgματαιότητε, ματαιότηςvanity: fem nom /voc /acc dual
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ματαιότης — vanity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοτήτων — ματαιότης vanity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότησιν — ματαιότης vanity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — ματαιότης vanity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητας — ματαιότης vanity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητες — ματαιότης vanity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητι — ματαιότης vanity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητος — ματαιότης vanity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… … Dictionary of Greek
ματαιότητ' — ματαιότητα , ματαιότης vanity fem acc sg ματαιότητι , ματαιότης vanity fem dat sg ματαιότητε , ματαιότης vanity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суета — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ματαιότης) хлопотливая, усиленная деятельность, которая… … Словарь церковнославянского языка