-
1 ματαιοτης
-
2 ματαιότης
{сущ., 3}тщета, суетность, пустота, бесцельность.Ссылки: Рим. 8:20; Еф. 4:17; 2Пет. 2:18. LXX: 1892 (לבֶהֶ), 7723 (אוְָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ματαιότης
-
3 ματαιότης
{сущ., 3}тщета, суетность, пустота, бесцельность.Ссылки: Рим. 8:20; Еф. 4:17; 2Пет. 2:18. LXX: 1892 (לבֶהֶ), 7723 (אוְָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ματαιότης
-
4 ματαιότης
тщета, суетность, пустота, бесцельность; LXX: (הֶבֶל), (שָׂוְא).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ματαιότης
-
5 Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
• Суета сует и все суетаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
-
6 ματαιότητα
ματαιότητα ηтщетность, суетность, суета;ΦΡ.ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης — суета сует, всяческая суетаЭтим.< ματαιότης «суета» <μάταιος, см. μάταιος. Словосочетание «суета сует» происходит из Ветхого Завета (Еккл. 1, 2) и было переведено Семьюдесятью переводчиками с евр. havel havalimΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ματαιότητα
-
7 ματαιότητα
[-ης (-ητος)] η тщетность, тщета (уст.); суетность; суета (уст.) ματαιότης ματαιότήτων (τα πάντα ματαιότης) суета суёт (и всяческая суета) -
8 αματαιοτης
-
9 הבל
הֶבֶל
1. суета, пустота, тщета, напраслина;
2. дуновение, дыхание.
LXX: 3153 (ματαιότης). Син. 0457 (אֱלִיל). -
10 3153
{сущ., 3}тщета, суетность, пустота, бесцельность.Ссылки: Рим. 8:20; Еф. 4:17; 2Пет. 2:18. LXX: 1892 (לבֶהֶ), 7723 (אוְָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3153
См. также в других словарях:
ματαιότης — vanity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοτήτων — ματαιότης vanity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότησιν — ματαιότης vanity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — ματαιότης vanity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητας — ματαιότης vanity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητες — ματαιότης vanity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητι — ματαιότης vanity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητος — ματαιότης vanity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… … Dictionary of Greek
ματαιότητ' — ματαιότητα , ματαιότης vanity fem acc sg ματαιότητι , ματαιότης vanity fem dat sg ματαιότητε , ματαιότης vanity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суета — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ματαιότης) хлопотливая, усиленная деятельность, которая… … Словарь церковнославянского языка