Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μασχαλίς

См. также в других словарях:

  • μασχαλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίδας — μασχαλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίδος — μασχαλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»