-
1 ἀφ-ίστημι
ἀφ-ίστημι (s. ἵστημι), von ἀφιστάω part. ἀφιστῶν, τινά τινος Ath. I, 9 o; opt. ἀφιστῴης Xen. Symp. 2, 20; 1) beiseit stellen, entfernen, τινά τινος, von Jemandem, Plat. Epinom. 975 a; ἄρχοντα, ihn abtreten lassen, absetzen, Xen. Hell. 7, 1, 45; τὰ συγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων, trennen, Plat. Polit. 282 b; weitweg aufstellen, τὸ ἀσϑενέστατον πόῤῥω ἀπέστησεν Xen. Hell. 7, 5, 23; am gewöhnlichsten von Jemandem abtrünnig machen, entfremden, τινὰ ἀπό τινος Her. 1, 76. 4, 160, u. so Folgde; τινός, αὐτοῦ τὸ μειράκιον ἀπέστησα Lys. 3, 22; Xen. Hell. 3, 5, 6; τῆς ὁρμῆς, von dem Unternehmen abbringen, Pol. 5, 5; νόσον τινί Callim. Cer. 103; τὴν διάνοιαν τῶν ἐχομένων, ablenken, Isocr. 5, 8; abwenden, τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς Thuc. 1, 93. Bei Her. 9, 23 ist ἀποστήσαντες intrans. gebraucht, sc. ἑαυτούς, sich zurückziehen; – aor. I. med., von sich abwenden, πῶς Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασϑε Eur. Phoen. 1094. – 2) Med. nebst perf. u. aor. II. act., fut. auch ἀφεστήξω, Xen. An. 2, 4, 5; Plat. Rep. IX, 587 b; von Hom. an viel häufiger als das act.: a) abstehen, entfernt sein, πολλὸν ἀφεσταότες Il. 17, 375. Bei Plat. oft mit πόῤῥω und πόῤῥωϑεν, τινός, von etwas; von innerem Unterschiede, z. B. βασιλεύς – τυράννου Rep. IX, 587 e. – b) sich entfernen, wegbegeben; von Personen, ἀπόστα βραχύ Men. B. A. 81; bes. abtrünnig werden, abfallen, Her. gew. ἀπό τινος, seltener τινός, 3, 15; πρός τινα, zu Jem., Her. 2, 162; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 3, 1, 12; εἰς τοὺς Μυσούς An. 1, 6, 7; οἱ Εἵλωτες εἰς Ἰϑώμην ἀπέστησαν Thuc. 1, 101; ὅποι Xen. Hell. 3, 5, 10; – von Sachen: sie aufgeben, verlassen, μαστῶν καὶ τροφῆς Soph. El. 766; στέγης 900; κελεύω σιγᾶν μηδ' ἀφεστάναι φρενῶν, nicht von Sinnen zu kommen, aufzumerken, Phil. 853; ἡ εὔνοια ἀπέστη ἐκ φρενῶν Eur. Tr. 7; τῆς προικός, auf die Mitgift verzichten, Dem. 59, 53; τῶν ἐν ἠπείρῳ, sich derselben begeben, 7, 8; τῆς Σαρδόνος Pol. 1, 88; geradezu verlieren, καὶ τῶν ἀρχαίων Dem. 1, 15. 19143; τῆς ἐλπίδος, von der Hoffnung abstehen, sie aufgeben, 8, 15; τῆς ἐπιβολῆς 5, 46; τῆς ὁρμῆς Plat. Legg. III, 698 e, ablassen davon, wie ἀποσταίην ἂν ὧν προειλόμην Antiphan. Ath. VIII, 340 c; τοῦ ποιεῖν Pol. 1, 87; πόνων καὶ κινδύνων Isocr. 4, 83, sich den Gefahren u. Anstrengungen entziehen; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 18; ὧν ἡ πόλις προςέταξε Lys. 3, 22; μὴ ἀποστῇς τῶν λοιπῶν ἀλλ' ἐπιμείνῃς Isocr. 5, 24. Auch mit dem ace., πόλεμον εἰς ἐχυρὸν χωρίον Xen. An. 2, 5, 7, sich vor dem Kriege in eine Festung zurückziehen, wie ἀφίστανται ἥλιον ὑπὸ τὰς σκιάς Cyn. 3, 3; τῶν ἀναλωμάτων, vor den Ausgaben zurücktreten, Dem. 51, 7. – 3) abwägen (vgl. ἵστημι), Xen. Symp. 2, 20; med., sich ab- od. zuwägen lassen, τὸν χαλκὸν ἀποστησάμενος Dem. 49, 52; δείδω μὴ τὸ χϑιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος Iliad. 13, 745, Soholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι μεταφορικῶς χϑιζὸν χοεῖος τῷ ἴσῳ σταϑμῷ ἀποκαταστήσωσι, τουτέστι μὴ ὃ ἡμεῖς ἐλάβομεν χϑὲς νικῶντες, σήμερον εἰσπράξωσιν.
-
2 τροφή
τροφή, ἡ, das Ernähren, μαστῶν ἀποστὰς καὶ τροφῆς ἐμῆς, Soph. El. 766; Nahrung, Kost, Speise, Unterhalt; Pind. τροφαῖς ἵππων, Ol. 4, 14; vgl. Her. 2, 65; βίου τροφή, Lebensunterhalt, Lebensweise, Soph. O. C. 328. 338. 362. 446; Eur.; u. in Prosa, z. B. ἡ ἐκ τῆς γῆς τροφή Plat. Euthyphr. 14 a; auch im plur., τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζε Prot. 321 b. – Ueberh. Pflege u. Erziehung, Her. 2, 2; Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; Ag. 711 u. öfter; παιδείας καὶ τροφῆς, Plat. Polit. 275 c, u. öfter; vgl. noch δι' ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφήν, Rep. VIII, 552 e; übh. Lebensweise, δίκην τίνουσι τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης, Phaed. 81 d; Folgde; τροφὴ ἐκ παίδων κακή, Pol. 1, 81, 10. – Auch das was erzogen wird, Zögling, junges Volk, Soph. O. R. 1; auch von Thieren, die junge Brut, Eur. Cycl. 189.
-
3 πηγή
A running water, used by Hom. always in pl., streams,πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9
, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89, 434(lyr.), Pers. 311, E.HF 1297, Rh. 827 (lyr.);κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147
: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams.., Id.Ag. 888, S.Ant. 803, Tr. 852 (lyr.): abs., (lyr.), cf. E.Alc. 1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El. 895, E.Cyc. 496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea- water, Id.IT 1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx. 237e;π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8
.II fount, source,τοῦ Νείλου Hdt.2.28
, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr. 809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr. 956 ;παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299
; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr. 110, Pl.Ti. 79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers. 238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT 1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA 668a15, cf. Plu.2.856e.2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers. 743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάςφασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13
;π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr. 245c
; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb. 62d, Lg. 808d, Ti. 85b, etc. ;ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol. 1301b5
, cf. Pl.Lg. 690d ;π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3
; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr. 463 ([place name] Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al.
См. также в других словарях:
ορνιθόρυγχος — (ornithorhynchus anatinus). θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων. Το ενήλικο αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 60 εκ., από τα οποία το ένα τρίτο καταλαμβάνει η ουρά, που είναι πεπλατυσμένη και μυώδης. Το κεφάλι χαρακτηρίζεται από ρύγχος σε… … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek