Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μαρμαρωσσός

См. также в других словарях:

  • μαρμαρωσσός — μαρμαρωσσός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει προσβληθεί ή πάσχει από τη νόσο μάρμαρο*, την πληγή που εμφανίζεται στα πόδια τών όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μαρμαρώσσω] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρωσσός — afflicted with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρωσσούς — μαρμαρωσσός afflicted with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»