-
1 μαρμαρυγη
ἥ (преимущ. pl.)1) блеск, сияние(ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.)
2) pl. мелькание(ποδῶν Hom.)
-
2 μαρμαρυγή
-
3 μαρμαρυγῇ
-
4 μαρμαρυγή
μαρμαρυγή, ἡ (s. μαρμαρύσσω), eigtl. Geflimmer, Gefunkel, von jeder schnellen Bewegung des Lichtes, Lichtschimmer, dah. μαρμαρυγὰς ϑηεῖτο ποδῶν, die schnelle Bewegung der Füße Tanzender, die an den Augen der Zuschauer vorüberflimmert, Od. 8, 265; H. h. Apoll. 203. – Uebh. Glanz, Plat. Critia. 116 c Rep. VII, 518 b. – Vom schnellen Wurf, Opp. Hal. 4, 569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. ἀμαρυγή.
-
5 μαρμαρυγή
μαρμαρυγήflashing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 μαρμαρυγή
μαρμαρυγή ( μαρμαρύσσω = μαρμαίρω): the quick twinkling of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μαρμαρυγή
-
7 μαρμαρυγή
μαρμαρυγή, ἡ, eigtl. Geflimmer, Gefunkel, von jeder schnellen Bewegung des Lichtes, Lichtschimmer, dah. μαρμαρυγὰς ϑηεῖτο ποδῶν, die schnelle Bewegung der Füße Tanzender, die an den Augen der Zuschauer vorüberflimmert. Übh. Glanz. Vom schnellen Wurf. Von Körperschönheit -
8 μαρμαρυγή
η сверкание, мерцание -
9 μαρμαρυγή
μαρμᾰρῠγ-ή, ἡ,A flashing, sparkling, gleaming, , cf. Pl.Criti. 116c, Plu.Caes.69;ἡ τοῦ οὐρανοῦ μ. Dam.Pr. 213
;αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μ. Damian.Opt.2
, cf. Adam.1.16.2 ' seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R. 518a.3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap. 203.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαρυγή
-
10 μαρμαρυγή
parıltı, parlaklık -
11 μαρμαρυγή
1) gleam2) shimmerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαρμαρυγή
-
12 μαρμαρυγαί
μαρμαρυγήflashing: fem nom /voc pl -
13 μαρμαρυγήν
μαρμαρυγήflashing: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 μαρμαρυγής
μαρμαρυγήflashing: fem gen sg (attic epic ionic)——————μαρμαρύσσωflash: aor subj pass 2nd sgμαρμαρυγήflashing: fem dat pl (epic) -
15 мерцание
-я ουδ.τρεμοφέγγισμα• μαρμαρυγή•мерцание звёзд τρεμοφέγγι,σμα των αστεριών•
фонаря τρεμοφέγγι,σμα του φαναριού•
мерцание ресниц η μαρμαρυγή των βλεφαρίδων.
-
16 μαραυγέω
-
17 μαρμαίρω
μαρμαίρω ( ΜΑΡ mit reduplicirtem Stamm, vgl. μαιμάω, verwandt mit μάρμαρος, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω), schimmern, flimmern, von schneller, vibrirender Bewegung des Lichtes; Hom. im partic. praes., ἔντεα μαρμαίροντα, schimmernde Waffen, vom Strahlen des Erzes, Il. 12, 195 u. öfter, wie τεύχεα, 18, 617, u. Τρῶες χαλκῷ μαρμαίροντες 13, 801, vgl. δώματα χρύσεα μαρμαίροντα, strahlend, 13, 22; auch ὄμματα μαρμαίροντα, von den blitzenden, lebhaften Augen der Aphrodite, 3, 397; αὐγη μαρμαίρουσα, vom Blitz, Hes. Th. 699; bei Aesch. Spt. 383, νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ ' ἀσπίδος ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν, ist an das Funkeln der Sterne in der Nacht zu denken; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων Eur. Ion 888; τῶν χαλκωμάτων καὶ τῶν άργυρωμάτων ἐμάρμαιρε ἁ οἰκία Sophron bei Ath. VI, 230 a, wie Alcaeus μαρμαίρει δὲ μέγας δόμος χαλκῷ ibd. XIV, 627 a u. Bacchyl. ib. II, 39 f; παρηΐδες, Agath. 20 (V, 282); στήϑεα, Rufin. 36 (V, 48). – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Himer., ἡ πέλτη μαρμαίρουσα Luc. D. Mer. 13, 3.
-
18 аритмия
мед. η αρρυθμίαмерцательная - η μαρμαρυγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аритмия
-
19 отлив
отливм1. ἡ ἄμπωτις:прилив и \отлив ἀμπωτις καί παλίρροια·2. (оттенок) ἡ ἀπόχρωση [-ις], ἡ μαρμαρυγή, ἡ ἀναλαμπή (отблеск):с серебристым \отливом μέ ἀργυρή ἀπόχρωση. -
20 отсвечивание
отсвечива||ниес ἡ ἀναλαμπή, ἡ μαρμαρυγή, ἡ ἀντιλαμπή.
См. также в других словарях:
μαρμαρυγή — flashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… … Dictionary of Greek
μαρμαρυγῇ — μαρμαρύσσω flash aor subj pass 3rd sg μαρμαρυγή flashing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγή — η 1. λάμψη, ακτινοβολία. 2. (ιατρ.), καρδιακή αρρυθμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαρυγαῖς — μαρμαρυγή flashing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγαῖσι — μαρμαρυγή flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγαί — μαρμαρυγή flashing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγῆς — μαρμαρυγή flashing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγήν — μαρμαρυγή flashing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρυγῶν — μαρμαρυγή flashing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek