Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαρμαρυγῇ

См. также в других словарях:

  • μαρμαρυγή — flashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρυγῇ — μαρμαρύσσω flash aor subj pass 3rd sg μαρμαρυγή flashing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγή — η 1. λάμψη, ακτινοβολία. 2. (ιατρ.), καρδιακή αρρυθμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρυγαῖς — μαρμαρυγή flashing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγαῖσι — μαρμαρυγή flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγαί — μαρμαρυγή flashing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγῆς — μαρμαρυγή flashing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγήν — μαρμαρυγή flashing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγῶν — μαρμαρυγή flashing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»