Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μαρμάρεος

См. также в других словарях:

  • μαρμάρεος — flashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρεος — (I) μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, α, ον (Α) ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. εος (πρβλ. αργύρ …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρέων — μαρμάρεος flashing fem gen pl μαρμάρεος flashing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρεον — μαρμάρεος flashing masc acc sg μαρμάρεος flashing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέαις — μαρμάρεος flashing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέαισιν — μαρμάρεος flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέη — μαρμάρεος flashing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέην — μαρμάρεος flashing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέης — μαρμάρεος flashing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέοις — μαρμάρεος flashing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρέοισιν — μαρμάρεος flashing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»