-
1 μαργαρίτης
μαργαρίτης, ὁ, u. μαργαρῖτις, ιδος, ἡ, sc. λίϑος, die Perle, sowohl die eigentliche Seeperle, auch Perlmuschel, ὁ μαργαρίτης καλούμενος λίϑος, Theophr. bei Ath. III, 93 b, u. hernach das fem., z. B. πλείστην μαργαρῖτιν, welches überhaupt in dieser Stelle häufiger gebraucht ist, vgl. auch Ael. H. N. 10, 14. 15, 8, – als auch μαργαρίτης χερσαῖος, ein unbestimmter Edelstein, der den dreifachen Werth des reinsten Goldes hatte. – Auch ein Baum, = μαργέλλια, Arist. plant. 1, 4.
-
2 μαργαριτης
1) жемчужина2) бот. маргарит ( название неизвестного нам растения в Египте) Arst. -
3 μαργαρίτης
μαργαρίτης, ὁ, u. μαργαρῖτις, ιδος, ἡ, sc. λίϑος, die Perle, sowohl die eigentliche Seeperle, auch Perlmuschel; als auch μαργαρίτης χερσαῖος, ein unbestimmter Edelstein, der den dreifachen Wert des reinsten Goldes hatte. Auch ein Baum -
4 μαργαρίτης
Grammatical information: m.Meaning: `pearl' (Thphr., Str., Ael., Arr., NT).Derivatives: f. - ῖτις ( λίθος) `id.' (Ath., Isid. Char.), dimin. - ιτάριον ( PHolm.). Besides, prob. as backformation (cf. below), μάργαρον `id.' ( Anacreont., PHolm.), - ος m. f. `id.' (Tz.), also `Indian pearlmussel' (Ael.), - ίς ( λίθος) `pearl' (Philostr.,Hld.), pl. - ίδες as name of a pearllike kind of date-palm (Plin.); - ίδης m. (Praxag.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.Etymology: Oriental LW [loanword], acc. to Schiffer Rev. de phil. 63, 45ff. first from Iranian, MPers. marvārīt, NPers. marvā-rī δ `pearl'; details in Redard 56 f. Acc. to older view (s. Bq and Schrader-Nehring Reallex. 2, 159) from Skt. mañjarī `flowering but' (ep. class.), `pearl' (lex.), with - ίτης added after the many stone-names. The by-form mañjara- n. would agree well with μάργαρον, but the late and rare ocurrence of both the Skt. and Greek form is no support for a direct identification. See now Gershevitch in De Fochécour-P. Gignoux, Etudes iranoaryennes G. Lazars, 1989, 113-136 (from Iran. *mr̥ga-ahri-ita- `born from the shell of a bird' = oyster). - From μαργαρίτης Lat. margarita etc., s. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 2,174-175Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαργαρίτης
-
5 μαργαρίτης
μαργαρίτης, ου, ὁ (Theophr.; Strabo; Aelian, NA 10, 13; pap; En 18:7; TestJud 13:5; loanw. in rabb.) pearlⓐ w. gold 1 Ti 2:9. W. gold and precious stones Rv 17:4; 18:12, 16. Of the pearls that serve as gates for the heavenly city 21:21 (each gate a single pearl: EBurrows, JTS 43, ’42, 177–79). καλοὶ μ. Mt 13:45; πολύτιμος μ. a very valuable pearl vs. 46 (μ. more in demand than gold, Chares of Mitylene [IV B.C.]: 125 Fgm. 3 Jac. Among the Indians worth 3 times as much as pure gold: Arrian, Ind. 8, 13 and always in great demand: ibid. 8, 9)ⓑ in imagery, in a proverb (s. χοῖρος) βάλλειν τοὺς μ. ἔμπροσθεν τ. χοίρων throw pearls to swine i.e. entrust someth. precious (cp. the reff. cited in Betz, SM 499 n. 590; s. also Eur., Bacch. 480; on the value placed on pearls in antiquity s. also HUsener, Die Perle: Weizsäcker Festschr. 1892, 203–13) to people who cannot or will not appreciate it Mt 7:6 (difft. GSchwartz, NovT 14, ’72, 18–25). πνευματικοὶ μ. spiritual pearls of a martyr’s bonds IEph 11:2.—HKahane, Traditio 13, ’57, 421–24; RAC 505–52; Kl. Pauly 3, 1020f; BHHW III 1422f.—DELG. EDNT. TW. Sv. -
6 μαργαρίτης
μαργαρί̱της, μαργαρίτηςpearl: masc nom sg -
7 μαργαρίτης
{сущ., 9}Ссылки: Мф. 7:6; 13:45, 46; 1Тим. 2:9; Откр. 17:4; 18:12, 16; 21:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαργαρίτης
-
8 μαργαρίτης
{сущ., 9}Ссылки: Мф. 7:6; 13:45, 46; 1Тим. 2:9; Откр. 17:4; 18:12, 16; 21:21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαργαρίτης
-
9 μαργαρίτης
ο1) прям., перен. жемчужина; 2) ирон. перл -
10 μαργαρίτης
жемчужина; мн.ч. жемчуг.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαργαρίτης
-
11 μαργαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαργαρίτης
-
12 μαργαρίτα
-
13 μαργαρῖτα
-
14 μαργαρίτας
μαργαρί̱τᾱς, μαργαρίτηςpearl: masc acc plμαργαρί̱τᾱς, μαργαρίτηςpearl: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 μαργαρίτη
μαργαρί̱τη, μαργαρίτηςpearl: masc voc sg——————μαργαρί̱τῃ, μαργαρίτηςpearl: masc dat sg (attic epic ionic) -
16 μαργαρίς
μαργαρίς, ίδος, ἡ, Sp., wie Philostr. v. Ap. 3, 53, = μαργαρίτης, s. Lob. parall. 52.
-
17 μαργαρίδης
μαργαρίδης, ὁ, ion. = μαργαρίτης, Phot. bibl. 22 a 12.
-
18 μάργαρος
μάργαρος, ὁ, = μαργαρίτης, Ael. H. A. 15, 8.
-
19 μάργαρον
-
20 πολυτιμος
21) окруженный глубоким почитанием(θεοί Men.)
2) замечательный, восхитительный(ῥοδών Anth.)
3) драгоценный(μαργαρίτης NT.; σφραγίς Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… … Dictionary of Greek
μαργαρίτης — μαργαρί̱της , μαργαρίτης pearl masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργαρίτης — ο το μαργαριτάρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος — (; – 1256). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη (1222 54) και του διαδόχου του, Θεόδωρου B’ Δούκα Λάσκαρη (1254 58). Το 1256 ακολούθησε τον Θεόδωρο στην εκστρατεία του εναντίον της… … Dictionary of Greek
Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… … Dictionary of Greek
Δήμιτσας, Μαργαρίτης — (Αχρίδα 1829 – Αθήνα 1903). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε σχολάρχης στο ελληνικό σχολείο της πατρίδας του και στην Ελληνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ίδρυσε εκπαιδευτήριο και δίδαξε γεωγραφία στο Αρσάκειο.… … Dictionary of Greek
Ευαγγελίδης, Μαργαρίτης — (Μηχανιώνα Κυζίκου 1850 – Αθήνα 1932). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Βερολίνου. Αρχικά, δίδαξε σε γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1883 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
μαργαρῖτα — μαργαρίτης pearl masc voc sg μαργαρίτης pearl masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργαρῖται — μαργαρίτης pearl masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Маргаритис, Филиппос — Филиппос Маргаритис Филиппос Маргаритис (греч. Φίλιππος Μαργαρίτης,Смирна 1810 Вюрцбург 1892) первый греческий фотограф … Википедия
Margarita (nombre) — Margarita La reina Santa Margarita de Escocia Origen griego Género … Wikipedia Español