Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαργαρίτῃ

См. также в других словарях:

  • μαργαρίτη — μαργαρί̱τη , μαργαρίτης pearl masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρίτῃ — μαργαρί̱τῃ , μαργαρίτης pearl masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Margaritis — (Greek: Μαργαρίτης) is a Greek surname. The female version is Margariti (Greek: Μαργαρίτη). It may refer to: Alexandros Margaritis (born 1984), Greek German racing driver Dimitrios Margaritis, fighter in the Greek War of Independence Filippos… …   Wikipedia

  • Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) …   Deutsch Wikipedia

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • ανακριβολογώ — ( έω) 1. χρησιμοποιώ ανακρίβειες στους λόγους μου, ψεύδομαι 2. δεν κυριολεκτώ, υποπίπτω σε ακυρολεξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον εκπαιδευτικό συγγραφέα Μαργαρίτη Δήμιτσα (1829 1903)] …   Dictionary of Greek

  • ανεμπέδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εμπεδωθεί, δεν έχει σταθεροποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμπεδώ( ώνω) Η λ. μαρτυρείται στον ιστορικό της φιλοσοφίας Μαργαρίτη Ευαγγελίδη (1850 1932)] …   Dictionary of Greek

  • αποικιακός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποικία 2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις») 3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες 4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα) τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες… …   Dictionary of Greek

  • επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»