-
1 χρόμιος
-
2 Χρομιος
-
3 Χρομίος
Χρομίοςmasc nom sg -
4 Χρόμιος
Χρόμιοςmasc nom sg -
5 Χρομίος
Χρομίος son of Hagesidamos, citizen of Syracuse and Aitna, a general of Hieron, victor in chariot racing.1ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.3
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις N. 9.34
φιάλαισι, ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
-
6 Χρόμιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Χρόμιος
-
7 Χρομίου
Χρόμιοςmasc gen sgΧρομίοςmasc gen sg -
8 Χρομίον
Χρομίοςmasc acc sg -
9 Χρόμιε
Χρόμιοςmasc voc sg -
10 Χρόμιον
Χρόμιοςmasc acc sg -
11 Χρομίω
-
12 Χρομίῳ
-
13 Χρομίωι
Χρομίῳ, Χρόμιοςmasc dat sgΧρομίῳ, Χρομίοςmasc dat sg -
14 χρόμις
-
15 αὐδά
1 voice, song ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρόμιος) N. 9.4παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδ[έον]τιγλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
]ος αὐδάν Pae. 4.3
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (sc. of the Keledones, q. v.: “hiatus notabilis” Snell) Pae. 8.78 -
16 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50). -
17 μανύω
a declareὣς ἄρα μάνυε O. 6.52
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.93
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρομίος: “donne le signale du chant.” Puech) N. 9.4 [ μανύων (codd.: ματεῖσ Schr.: ματεύοισ Turyn) *fr. 107a. 5.*]b point out, make known οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (οἷς σημαίνων τὸν Ἅιδην ἀντὶ τοῦ οὓς ἀναιρῶν. Σ.) I. 8.55 -
18 Χρόμις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Χρόμις
-
19 χρόμις
См. также в других словарях:
Χρομίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόμιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόμιος — ὁ, Α χρόμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
Χρομίου — Χρόμιος masc gen sg Χρομίος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρομίῳ — Χρόμιος masc dat sg Χρομίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρομίον — Χρομίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόμιε — Χρόμιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόμιον — Χρόμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρομίωι — Χρομίῳ , Χρόμιος masc dat sg Χρομίῳ , Χρομίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chromios — (Χρομίος) est un personnage de la mythologie grecque, il est l’un des fils de Priam et sa mère n’est pas connue. Il participe à la guerre de Troie. Selon les sources il est fait prisonnier par Diomède ou tué par Ajax. Sources Homère, Iliade… … Wikipédia en Français
Chromivs — CHROMIVS, ii, Gr. Χρόμιος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von des Pterelaus sieben Söhnen, welche sich mit ihren Vettern, den Söhnen des Elektryons, aufrieben. Apollod. lib. II. c. 4. §. 6 … Gründliches mythologisches Lexikon