-
1 μαλλιά
μου подбирать волосы;μαλλιά τό φουστάνι μου — а) подобрать подол платья; — б) укоротить платье;
τον μαζέψαμε από τούς δρόμους мы подобрали его на улице;3) сворачивать; складывать;μαλλιά την τέντα — подтянуть тент;
μαλλιά τα πανιά — убирать паруса;
4) подтягивать (верёвку и т. п.;тж. воен. — о войсках и т. п.); 5) перен. сдержать, унять, угомонить; μάζεψε το παιδί σου уйми своего ребёнка; μάζεψε τη γλώσσα σου (или τα λόγια σου) замолчи!, придержи язык!; не болтай!; του μάζεψα τα λουριά я его усмирил, приструнил; 2. αμετ. 1) нарывать, нагнаиваться;τό δάχτυλο μου μαλλιάει — у меня палец нарывает;
2) съёживаться, сжиматься; садиться (о материи);1) — собираться;μαλλιάομαι
μαλλιάτήκαμε όλοι — все в сборе;
2) ёжиться, жаться; корчиться;μαλλιάομαι από το κρύο — жаться от холода;
3) угомониться, униматься;4) возвращаться, приходить домой;μαλλιάομαι από νωρίς στο σπίτι — я возвращаюсь рано домой
-
2 μαλλιά
коcаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μαλλιά
-
3 μαλλιά
chevelure -
4 μαλλιά
włosy (pl) rzecz. -
5 μαλλιά
1) vlas2) vlasy -
6 μαλλιά
hairΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαλλιά
-
7 Μακριά μαλλιά, λίγη γνώση
• Волос долог, да ум коротокИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μακριά μαλλιά, λίγη γνώση
-
8 Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται
• Утопающий хватается за соломинкуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται
-
9 Ο πνιγμένος, από τα μαλλιά του πιάνεται
• Утопающий за соломинку цепляетсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο πνιγμένος, από τα μαλλιά του πιάνεται
-
10 chevelure
μαλλιά -
11 vlas
μαλλιά -
12 vlasy
μαλλιά -
13 włosy
μαλλιά -
14 μαλλί(ον)
τό1) шерсть;μαλλί(ον) άπλυτο — немотая'шерсть;
2) πλ. волосы;ξέπλεκα (σγουρά) μαλλιά — растрёпанные (кудрявые) волосы;
3) ворсинка; волосок;§ χρωστάει τα μαλλιά της κεφαλής του — у него волос на голове не хватит (чтобы расплатиться);
έβγαλε η γλώσσα μου μαλλί(ον) — у меня уже язык устал (повторять одно и то же);
μαλλιά-κουβάρια — бедлам, кавардак;
γενήκανε μαλλιά-κουβάρια — они переругались, передрались;
πιαστήκανε μαλλιά με μαλλιά — или αρπάχτηκαν απ' τα μαλλιά — они вцепились друг другу в волосы, они подрались;
τραβώ τα μαλλιά μου — горько раскаиваться, рвать на себе волосы, быть в отчаянии;
ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — посл, утопающий хватается за соломинку;
πήγε γιά μαλλί(ον) κι' έφυγε (καί βγήκε) κουρεμένος — посл, пошёл по шерсть, а вернулся стриженым
-
15 μαλλί(ον)
τό1) шерсть;μαλλί(ον) άπλυτο — немотая'шерсть;
2) πλ. волосы;ξέπλεκα (σγουρά) μαλλιά — растрёпанные (кудрявые) волосы;
3) ворсинка; волосок;§ χρωστάει τα μαλλιά της κεφαλής του — у него волос на голове не хватит (чтобы расплатиться);
έβγαλε η γλώσσα μου μαλλί(ον) — у меня уже язык устал (повторять одно и то же);
μαλλιά-κουβάρια — бедлам, кавардак;
γενήκανε μαλλιά-κουβάρια — они переругались, передрались;
πιαστήκανε μαλλιά με μαλλιά — или αρπάχτηκαν απ' τα μαλλιά — они вцепились друг другу в волосы, они подрались;
τραβώ τα μαλλιά μου — горько раскаиваться, рвать на себе волосы, быть в отчаянии;
ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — посл, утопающий хватается за соломинку;
πήγε γιά μαλλί(ον) κι' έφυγε (καί βγήκε) κουρεμένος — посл, пошёл по шерсть, а вернулся стриженым
-
16 волос
-а πλθ. волосы, κ. απλ. волоса, волос, -ам α.τρίχα. || πλθ. -сы μαλλιά, κόμη•схватить за -сы πιάνω•
ало τα μαλλιά•
он совсем без -ос αυτός είναι τελείως φαλακρός•
седые -ы γκρίζια μαλλιά.
εκφρ.до седых -ос – ώσπου ν’ ασπρίσω (να γεράσω)•ни на волос – ούτε μια τρίχα (καθόλου)•рвать ή драть на себе -ы – τραβώ τα μαλλιά μου (απελπίζομαι). -
17 стричь
стричь κουρεύω; \стричь волосы κόβω τα μαλλιά \стричься κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι* * *стричь во́лосы — κόβω τα μαλλιά
-
18 ерошить
-шу, -шишьρ.δ.μ.αναμαλλιάζω, ανακατεύω τα μαλλιά. || ορθώνω, ανασηκώνω (τα μαλλιά, φτερά).ορθώνομαι, ανασηκώνομαι (για μαλλιά, φτερά κ.τ.τ.). -
19 рассыпать
-плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•
всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•
рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•
рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.
2. ρίχνω•рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.
3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.4. αραιώνω•рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.
1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.
4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.
5. διαχέομαι• αναλύομαι•рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•
рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.
6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).ρ.δ.βλ. рассыпать.βλ. рассыпаться. -
20 волосы
См. также в других словарях:
μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… … Dictionary of Greek
Μακριά Μαλλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ. 30 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Άγιος Πάγκαλος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δεσφίνας … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά … Dictionary of Greek