Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαλλ

См. также в других словарях:

  • μἀλλ' — ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλλ' — Μαλλέ , Μαλλός flock of wool masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλλ' — μαλλέ , μαλλός flock of wool masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ιμάντινος — ἱμάντινος, ίνη, ον (Α) αυτός που αποτελείται από ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντοποδαρούσα — η εκλεκτή ποικιλία τής αχλαδιάς και τού καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κοντο πόδαρος* με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθο μαλλ ούσα, χαμηλο βλεπ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • κοράκινος — κοράκινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόρακα, μαύρος σαν κόρακας 2. φρ. «κορακίνη σφραγίς» είδος φαρμάκου για τον πονόλαιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κυματούσα — η (για τη θάλασσα) πολυκύμαντη, ταραγμένη, φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. οῦσα, αρχικά τής θηλ. μτχ. ενεστ. τών περισπώμενων ρ. (πρβλ. γλυκο φιλ ούσα), η οποία εξελίχθηκε σε παραγωγική (πρβλ. χρυσο μαλλ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρα — και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα) λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα νεοελλ. 1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα 2. στον πληθ. οι μουντζούρες δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»