-
1 μακρό-χηλος
μακρό-χηλος, langklauig, -hufig, Strab. XVII, 835, v. l. μακρόχειλος.
-
2 μακρό-χειλος
μακρό-χειλος, mit langen Lippen, s. - χηλος.
-
3 μακρόχηλος
μακρό-χηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόχηλος
-
4 μακρόχηλος
μακρό-χηλος, langklauig, -hufig
См. также в других словарях:
μονόχηλος — η, ο (Α μονόχηλος, ον δωρ. μονόχαλος) (για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος, πολύ χηλος] … Dictionary of Greek
πολύχηλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος] … Dictionary of Greek