-
1 μακρόχειλος
-
2 μακρό-χηλος
μακρό-χηλος, langklauig, -hufig, Strab. XVII, 835, v. l. μακρόχειλος.
См. также в других словарях:
μακρόχειλος — η, ο αυτός που έχει μεγάλα, υπερτροφικά χείλη … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek