-
1 μακρότης
-
2 μακροτης
-
3 μακρότης
μακρότηςlength: fem nom sg -
4 μακρότης
-
5 μακρότης
-
6 μακρότης
A length,τῶν ἡμερῶν LXX De.30.20
, al.;χρόνου Phld.Lib.p.28
O.: Gramm. of syllables, A.D.Adv.187.15, Plu.2.947e (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρότης
-
7 μακρότησιν
μακρότηςlength: fem dat pl -
8 μακρότητα
μακρότηςlength: fem acc sg -
9 μακρότητες
μακρότηςlength: fem nom /voc pl -
10 μακρότητι
μακρότηςlength: fem dat sg -
11 μακρότητος
μακρότηςlength: fem gen sg -
12 долгота
долготаж1. геогр., астр. τό μήκος·2. лингв. ἡ μακρότης. -
13 μακρός
Grammatical information: adj.Meaning: `long, great, high' also `deep', `tall, far, lasting long' (Il.).Compounds: Many compp., e.g. μακρό-βιος `with long life' (Hdt., Hp.), ἐπί-, ὑπό-, πρό-μακρος `rather long' (Hp.; Strömberg Prefix Studies 100).Derivatives: μακρό-τερος (θ 20 = σ 195), - τατος (Ξ 288 a. 373); besides the primary μάσσων, μήκιστος, s. on μῆκος. Nominal abstracts: μάκρος n. `length' (Ar. Av. 1131; prob. accidental formation, cf. Chantraine Form. 417); μακρότης f. `id.' (hell.). Denomin. μακρύνω `lengthen, remove' (LXX, Hero) with μακρυσμός `long intermediate', μάκρυμμα n. `things thrown away' (LXX; v.l. μάκρυνσις).Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ- `long, thin, tall'Etymology: Old adj., also preserved in Latin and German.: Lat. macer `meager, thinn', Germ., e.g. OHG magar, OWNo. magr ' meager', IE *mh₂ḱrós. A parallel l-formation is found in Hitt. mak-l-ant- `meager'; cf. also μακεδνός. In the sense of `long, high' μακρός pushed out inherited δολιχός; vgl. Porzig Gliederung 111. S. μῆκος.Page in Frisk: 2,164-165Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μακρός
См. также в других словарях:
μακρότης — length fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότησιν — μακρότης length fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότητα — μακρότης length fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότητες — μακρότης length fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότητι — μακρότης length fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότητος — μακρότης length fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότητα — η (AM μακρότης, Μ και μακρότητα) [μακρός] 1. η ιδιότητα τού μακρού, το να έχει κάτι μεγάλο μήκος ή μεγάλη διάρκεια, η κατά μήκος έκταση, το μάκρος 2. η μεγάλη απόσταση, το διάστημα 3. η μεγάλη χρονική διάρκεια, έκταση χρόνου («ἀγαπᾱν κύριον τὸν… … Dictionary of Greek
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
ԵՐԿԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0689 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c գ. μῆκος longitudo μακρότης longinquitas Տարածութիւն ընդ երկայն. եւ Հեռաւորութիւն. եւ Երկար տեւողութիւն. յերկարութիւն. ... *Երկայնութիւն տապանի, կամ փեղկի: Սուր ՝ թզաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՐԿԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0690 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c գ. μακρότης, μῆκος longitudo, prolongatio Երկայնութիւն ժամանակի կամ տեւողութեան, եւ կենաց, եւ բանից. *Երկարութիւն գիշերի. Ժմ.: եւ Խոսր.: *Երկարութիւն խօսից. Խոսր.: *Վասն երկարութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0088 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c գ. μακρότης longinquitas, longitudo διάστημα, ἁπόστασις distantia, absentia. Հեռաւոր գոլն. հեռացումն. բացակայութիւն. եւ Միջոց. անջրպետ. չափ հեռի գոլոյ. երկարութիւն. եւ Հեռաստան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)