-
1 μακρός
μακρός, lang; – 1) vom Raume, langgestreckt; δόρυ, ἔγχος, Hom. oft; ὀχεύς, Il. 12, 121; ήϊόνος στόμα μακρόν, 14, 36; κέλευϑον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, 15, 358; ὄζοι μακροί τε μεγάλοι τε, Od. 12, 436; μακρὰ ἅλματα, weite Sprünge, Pind. N. 5, 19. – Auch von der Länge nach oben und unten, hoch u. tief, Ὄλυμπος, Hom. oft, οὔρεα μακρά, hohe Berge, Il. 13, 18, κίονα μακρήν Od. 1, 127, öfter, κύματα, Il. 2. 144, δένδρεα u. τείχεα, oft; ἐρινεός, Od. 12, 432; κλῖμαξ, 10, 558 (s. auch unter dem superl.), wie auch aus Soph. frg. 24 αἰγείρου μακρᾶς citirt wird; – φρείατα, tiefe Brunnen, Il. 21, l 97. – Μακρὰ βιβάς, βιβῶν, βιβάσϑων, weit ausschreitend, Il. 7, 213 Od. 9, 450 u. sonst, μακρὸν ἀϋτεῖν, μακρὰ βοᾶν, weithin schreien, io daß man es weit hört, also laut schreien, Hom., auch μακρὰ μεμυκώς, Il. 18. 580, wie μακρὰ οἰμώζειν, heftig, Ar. Av. 1205; οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται, Pind.. 3, 105; μακρὰ ῥίψαις, weit, 1, 45, wie δισκήσαις, I. 2, 35; einzeln bei Tragg., δι' ήπείρου μακρᾶς, Aesch. Eum. 75, τὴν μακρὰν ἀπ οικίαν, fern gelegen, Prom. 816, wie πόλις, Spt. 595, οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος, Soph. Phil. 488, μακρὰ κέλευϑος, O. C. 304; μακρὰ ναῠς, Her. 1, 2 u. öfter, Kriegsschiff, wie μακρὰ πλοῖα, Plat. Polit. 298 b u. A.; ὁδός, Plat. Rep. II, 364, d u. sonst in Prosa, – μακρὸν ἦν, es war weit, Xen. An. 3, 4, 42. – 2) von der Zeit, lange, lange dauernd; ἤματα μακρά, Od. 10, 470. 18, 367. 22, 301, νὺξ μακρή, 11, 373, μακρὸν ἐέλδωρ, ein langgehegter Wunsch, 23, 54; αἰών, Pind. N. 3, 72, μόχϑος, I. 4, 63, μακρῷ χρόνῳ, P. 8, 76, wie Aesch. Prom. 447; μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου, 1022; μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω, Ag. 615, u. öfter λόγος, ῥῆσις u. ä.; so auch Soph. oft mit χρόνος vrbdn, wie Eur., u. so auch in Prosa, obwohl nicht so häufig, ἐν τῷ μακρῷ χρόνῳ πολλά ἐστι ἰδεῖν, Her. 1, 32; ἃ μακρὸς ἂν χρόνος εἴη λέγειν, Plat. Critia. 119 b (vgl. πολύς); bes. von einer langen, weitläufigen Rede, μακρὸς ὁ λόγος, Soph. 263 a u. öfter (Ggstz βραχύς, Phaedr. 267 b), τί δεῖ μακροῠ λόγου, u., so μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελϑεῖν, es möchte zu lang sein, Prot. 344 b; μακρότερον λέγειν, Isocr. 4, 73. – Uebh. groß, ὄλβος, Pind. P. 2, 26, πλοῦτος, Soph. Ai. 130, οὐσία, Arist., pol. 4, 4. – Adverbialisch gebraucht μακράν, s. oben besonders; – διὰ μακροῦ, von weitem, Plat. Theaet. 193 c; auch von der Zeit, ἥξει δ' οὐ διὰ μακροῦ, Alc. II, 151 b; Eur. Phoen. 1076, Sp., wie Luc.; – διὰ μακρῶν, ausführlich, weitläufig, Plat. Gorg. 449 c; διὰ μακροτέρων ἐπαινεῖν, Isocr. 4, 106; – μακρῷ, bes. beim compar. u. superl., bei weitem, weit, longe, μακρῷ πρῶτος, ἄριστος, Her. 1, 34. 9, 71 u. öfter; μακρῷ μάλιστα, 1, 171, μακρῷ ἀληϑεστάτην γνώμην, Plat. Phil. 58 a; μακρῷ βέλτιον, 66 e. – Regelmäßiger compar. u. superl. μακρότερος, μακρότατος, ἔγχεα, Il. 14, 373, ἐλάτη, 14, 288, μακρότερον καὶ πάσσονα ϑῆκεν ἰδέσϑαι, Od. 8, 20, μακροτέραν ἀρετάν, größere Tugend, Pind. I. 3, 31, auch μακρότερος ὄλβης, N. 11, 52, öfter, wie Folgde; τῶν τὰ μακρότατα ἰδόντων, die am weitesten sehen, Her. 2, 32, u. ähnl. ὅσον μακρότατον ἐξικέσϑαι ἀκοῇ, 1, 171; μακροτέραν ἀποσκίδνασϑαι, steh weiter zerstreuen, Duno. 6, 98; τοσοῦτον τὸ μακρότερον τῆς ἀποκρίσεώς ἐστίν μοι, Antiph. 5, 64; μακροτέρα καὶ πλείων ὁδός, Plat. Rep. IV, 435 d; διὰ μακροτέρων, ausführlicher, wie im Positiv, Phil. 28 c; ἐπὶ τὰ μακρότερα, mehr in die Länge, Her. 1, 50; ὅσον ἐπὶ μακρότατον, so weit, so fern wie möglich, 2, 29; ὅσον ἡμεῖς ἱστορέοντες ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεϑα ἐξικέσϑαι, 4, 192 E.; vgl. ἐπὶ μακρ. σκοπεῖν, Thuc. 6, 1, weit in die Vergangenheit zurückgehen. – Die unregelmäßigen compar. u. superl. μάσσων, μήκιστος s. unten besonders. – Adv. μακρῶς, Pol. 3, 51, 2 u. a. Sp. – Compar. μακροτέρως, Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10. – Superl. μακροτάτω, bes. bei Sp. häufig.
-
2 μακρός
μακρός, lang; (1) vom Raume: langgestreckt; μακρὰ ἅλματα, weite Sprünge. Auch von der Länge nach oben und unten, hoch u. tief; φρείατα, tiefe Brunnen. Μακρὰ βιβάς, βιβῶν, βιβάσϑων, weit ausschreitend; μακρὸν ἀϋτεῖν, μακρὰ βοᾶν, weithin schreien, so daß man es weit hört, also laut schreien; τὴν μακρὰν ἀπ οικίαν, fern gelegen; μακρὰ ναῠς, Kriegsschiff. (2) von der Zeit: lange, lange dauernd; μακρὸν ἐέλδωρ, ein langgehegter Wunsch; bes. von einer langen, weitläufigen Rede; μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελϑεῖν, es möchte zu lang sein. Übh. groß. Adverbialisch gebraucht; διὰ μακροῦ, von weitem; auch von der Zeit; διὰ μακρῶν, ausführlich, weitläufig; μακρῷ, bes. beim compar. u. superl., bei weitem, weit, lange. Regelmäßiger compar. u. superl.; μακροτέραν ἀρετάν, größere Tugend; τῶν τὰ μακρότατα ἰδόντων, die am weitesten sehen; μακροτέραν ἀποσκίδνασϑαι, sich weiter zerstreuen; διὰ μακροτέρων, ausführlicher; ἐπὶ τὰ μακρότερα, mehr in die Länge; ὅσον ἐπὶ μακρότατον, so weit, so fern wie möglich; ἐπὶ μακρ. σκοπεῖν, weit in die Vergangenheit zurückgehen -
3 σπεύδω
Aσπευδέμεν Od.24.324
: [tense] fut. (lyr.), Ar.Eq. 926, etc.; Cret. (iii B.C.): [tense] aor. , Pl.Cri. 45c, etc.; [dialect] Ep.σπεῦσα Od.9.250
; subj. σπεύσομεν, for - ωμεν, Il.17.121: [tense] pf. /9.375 (Perga, ii B.C.), Paus.7.15.11:—[voice] Med., A.Ag. 151 (lyr.): [tense] fut.σπεύσομαι Il.15.402
:— [voice] Pass., [tense] pf.ἔσπευσμαι Luc.Am.33
, Gal.12.895.I trans., set going, urge on, hasten,ταῦτα δ' ἅμα χρὴ σπεύδειν Il.13.236
;οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν Od.19.137
, cf. Hdt.1.38; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις ib. 206; ; σ. οἱ μὲν ἴγδιν, οἱ δὲ σίλφιον, οἱ δ' ὄξος procure quickly, get ready, Sol.39; ; σπευσίω ὅτι κα δύναμαι κακὸν τᾷ πόλει SIGl.c. (in Hdt.8.46, Δημοκρίτου σπεύσαντος, an acc. must be supplied).b seek eagerly, strive after, μηδὲν ἄγαν ς. Thgn.335, 401; σ. βίον ἀθάνατον, μακροτέραν ἀρετάν, Pi.P.3.62,I.4(3).13(31);εὐψυχίαν ἀντ' εὐβουλίας E.Supp. 161
;τὴν ἡγεμονίαν Th.5.16
; ;πόλεμον τέκνοις Id.HF 1133
.c promote or further zealously, press or urge on,τι τῶν φέρει φρήν A.Supp. 599
(lyr.);τὸ σὸν σ. ἅμα καὶ τοὐμόν S.El. 251
;τὸ σὸν ἀγαθόν E.Hec. 120
(lyr.); τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος ς. Th.1.141;σ. ἀσπούδαστ' ἐπὶ σοὶ δαίμων E.IT 201
(lyr.); τὰ ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠφελείᾳ ς. And.2.2; in arguing, σεαυτῷ τὰ ἐναντία ς. Pl.Prt. 361a; σ. τοῦτο, ὅπως .. Id.Lg. 687e;μὴ σπεῦδ' ἃ μὴ δεῖ, μηδ' ἃ δεῖ σπεύδειν μένε Men.Mon. 344
: c. dat., οἱ Χαιρέᾳ σπεύδοντες the partisans of Chaereas, Charito 6.1: ἐς τὰ Ἑλλήνων ς. Philostr.VA5.8: folld. by a conj., :—[voice] Med.,σπευδομένα θυσίαν A.Ag. 151
(lyr.): —[voice] Pass.,ξυνὸν πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Hdt.7.53
; ἐσπευσμέναι χρεῖαι pressing needs, Luc.Am.33.2 c. acc. et inf., σπεύσατε.. Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν urge him to come quickly, S.Aj. 804; σπεῦσον.. κάπετόν τιν' ἰδεῖν hasten to look out for.., ib. 1165 (anap.).II more freq. intr., press on, hasten.διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' Il.11.119
, cf. 8.191, 23.414, Hes.Sc. 228; σ. ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, S.OC 900; ;πεζῇ X.An.3.4.49
, etc.; exert oneself, strive eagerly or anxiously, of warriors fighting, Il.4.232, cf.8.293, etc.; of a smith at work, 18.373; of beasts of draught, 17.745; of bees working, Hes. Th. 597: prov., (troch.); σπεῦδε βραδέως festina lente, Gell.10.11.5; σ. τινί exert oneself for another, Alex.309:—Construct.,1 c. part., σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα (for σπουδαίως ἐπονήσατο) Od.9.250, cf. S.El. 935, E.Med. 761 (anap.), Ar.Ach. 179: reversely, σπεύδων in haste, eagerly,τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην Il.23.506
;ἵκετο σπεύδων Pi. P.4.95
;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ.. σπεύδων σπεύδοντί ποθ' ἥξει A.Pr. 193
(anap.);σ. ἐβοήθει X.HG4.3.1
.2 c. inf., to be eager to.., Hes Op.22,673, Pi.O.4.11(14), N.9.21, A.Ag. 601, Hdt.8.41; :—[voice] Med.,σπευδομένα ἀφελεῖν A.Eu. 360
(lyr.).3 c. acc. et inf., to be anxious that..,εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Hdt.1.74
; , cf. Pl.Prt. 361a; τὸ λεκτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπ. X.Mem.4.3.1: alsoἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῖς IG22.1028.83
.4 folld. by ὡς, ὅπως, etc.,σ. ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν A.Pr. 205
; σ. ὅπως μὴ .. Pl.Grg. 480b; ἵνα.., ἵνα μὴ .., Id.Plt. 264a, Isoc.4.164; ὥστε μή, c. inf., Thphr.Od.57.5 folld. by a Prep., σ. μάχην ἐς show eagerness for.., Il.4.225 ([voice] Med., σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, ἵνα .. hasten, 15.402);εἰς ἄφενος σπεύδειν Hes.Op.24
;εἰς ἀρετήν Thgn.403
;ἐς θαλάμους E. Hipp. 182
(anap.);ἐς τὰ πράγματα Id. Ion 599
, etc.;εἰς τὸ αὐτὸ ἡμῖν X.Cyr.1.3.4
;δώματος εἴσω E.Med. 100
(anap.);ἐπί τι Lycurg.57
; περὶ Πατρόκλοιο θανόντος struggle for him, Il.17.121;ὑπέρ τινος IG12(9).903
(Chalcis, ii B.C.); , etc.; alsoσ. ὁδόν IG14.1729
. -
4 ἀρετά
a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43
οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b esp. physical excellence, valour, prowessἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14
ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6c reputation, renown for prowess, gloryἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
d pl., deeds of prowess, achievements, exploitsἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1
ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72
θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16
τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
v. P. 5.98 supra b.ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32
μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
φλέγεται δ (sc. Ἄργος)ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφαναςἸσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
e fragg. ]ἀρετα[ Pae. 8.89
]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. -
5 μακρός
a of time, long, enduringμακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.41
μακρὸν δ' οὐκ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26
μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tric.: μακροτέρῳ σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.52 [ ὁ μακρὸς αἰὼν ( θνατὸς v. l.) N. 3.75] μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος pr. N. 10.4ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς N. 10.46
καὶ μηκέτι μᾰκροτέραν σπεύδειν ἀρετάν too enduring I. 4.13οὔτοι τετύφλωται μᾰκρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56
ἐμοὶ δὲ μᾰκρὸν (sc. ἐστι)πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
ἀλλ' ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e. n. pl. pro subs.,βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.77
add. art.,τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι N. 4.33
cf. P. 4.247 sc.χρόνον, ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
b of distance, long, far (n. pl.)μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
pro adv.,μᾰκρὰ δὲ ῥίψαις P. 1.45
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι I. 2.35
met., τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν wh t is distant, unattainable I. 7.43 -
6 μηκέτι
-
7 σπεύδω
a be in hasteΠελίας ἵκετο σπεύδων P. 4.95
σπεύδοντ, ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ Πα. 8A, 10.b be eager (for)κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.12
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
c. acc.,μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.62
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
c frag. ]ροτοι σπευδ[ Δ. 4. 22.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий