-
1 μακροπρόσωπος
μακροπρόσωποςlong-faced: masc /fem nom sg -
2 μακροπρόσωπος
μακρο-πρόσωπος, ον,A long-faced, PGrenf.2.15 i 12, al. (ii B. C.), PLond.3.879 (ii B. C.), Peripl.M.Rubr.62, Anatol. in Cat.Cod.Astr.8 (3).188, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακροπρόσωπος
-
3 μακροπροσώπων
μακροπρόσωποςlong-faced: masc /fem /neut gen pl -
4 ἡσυχῇ
A stilly, quietly, softly, gently, Pi.P.11.55, etc.;ἡ. κατακεῖσθαι Ar.Pl. 692
;μετέρχεσθαί τινα E.Hipp. 444
; ἔχ' ἡ. keep quiet! Pl.Hp.Ma. 298c; ἡ. ἔχειν τὴν οὐράν to keep it still, X. Cyn.3.4;ἡ. γελάσαι Pl.Phd. 115c
; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡ. Id.Chrm. 159b, etc.; ἡ. ἀναμιμνήσκεσθαι to recollect quietly, at one's ease, Aeschin.2.35;εὐσεβεῖν E.Fr. 286.9
.2 by stealth, secretly, Plu.Alc.24, Th.8.69, Plot.2.9.18.3 to some extent, Men.Her.20; slightly, φύλλον περικεχαραγμένον ἡ. Thphr.HP3.14.1;βηχίον ἡ. ξηρόν Hp.Epid.4.27
;ὀξύς Theoc. 14.10
(prob. l.);ὑπόσιμος PCair.Zen.76.11
(iii B.C.);μακροπρόσωπος PStrassb.87.11
(ii B.C.);ἐνερευθές Dsc.3.131
;τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον ἡ. κεκλιμένου Plu.Alex.4
;γρυπός Ael.NA3.28
.
См. также в других словарях:
μακροπρόσωπος — long faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπρόσωπος — η, ο (AM μακροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακρομούρης νεοελλ. αυτός που εμφανίζει μακροπροσωπία … Dictionary of Greek
μακροπροσώπων — μακροπρόσωπος long faced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκροψις — μάκροψις, εως, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριά όψη, μακρύ πρόσωπο, μακροπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ὄψις (πρβλ. μίκροψις)] … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρομούρης — α, ικο και μακρομούρικος, η, ο αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος … Dictionary of Greek
μακρομούτσουνος — η, ο μακρομούρης, μακροπρόσωπος … Dictionary of Greek
μακροπροσωπία — η [μακροπρόσωπος] 1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο 2. ανθρωπολ. η επικράτηση τού ύψους έναντι τού πλάτους στις διαστάσεις τού προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek