-
1 μακροπρόσωπος
η, ο [ος, ον ] см. μακρομούρης
См. также в других словарях:
μακροπρόσωπος — long faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπρόσωπος — η, ο (AM μακροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακρομούρης νεοελλ. αυτός που εμφανίζει μακροπροσωπία … Dictionary of Greek
μακροπροσώπων — μακροπρόσωπος long faced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκροψις — μάκροψις, εως, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριά όψη, μακρύ πρόσωπο, μακροπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ὄψις (πρβλ. μίκροψις)] … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρομούρης — α, ικο και μακρομούρικος, η, ο αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος … Dictionary of Greek
μακρομούτσουνος — η, ο μακρομούρης, μακροπρόσωπος … Dictionary of Greek
μακροπροσωπία — η [μακροπρόσωπος] 1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο 2. ανθρωπολ. η επικράτηση τού ύψους έναντι τού πλάτους στις διαστάσεις τού προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek