-
1 μακρολογώ
μακρολογέωspeak at length: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μακρολογέωspeak at length: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 μακρολογῶ
μακρολογέωspeak at length: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μακρολογέωspeak at length: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 μακρολογώ
См. также в других словарях:
μακρολογώ — (AM μακρολογῶ, έω) [μακρολόγος] 1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ 2. απεραντολογώ, φλυαρώ … Dictionary of Greek
μακρολογώ — μακρολόγησα, αμτβ. 1. μακρηγορώ: Μακρολογούσε παρόλο που ήταν ώρα να φύγουμε. 2. περιττολογώ, φλυαρώ: Μακρολόγησε χωρίς να αναφέρει τελικά κάτι σχετικά με το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρολογῶ — μακρολογέω speak at length pres subj act 1st sg (attic epic doric) μακρολογέω speak at length pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
μακρορρημονώ — μακρορρημονῶ, έω (Α) 1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ 2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι ρρημονώ, μεγαλο ρρημονώ] … Dictionary of Greek