Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μακρολογῶ

  • 1 выболтать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) λέγω, κοινολογώ μυστικό φλυαρώντας•

    он -ал все наши секреты με τη φλυαρία του αυτός μας έβγαλε όλα τα μυστικά στα φόρα.

    1. βλ. выболтать.
    2. φλυαρώ, μακρολογώ, μακρηγορώ, απεραντολογω.

    Большой русско-греческий словарь > выболтать

  • 2 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 3 рассусоливать

    ρ.δ. (απλ.) συζητώ πολύ• μακρολογώ, απεραντολογώ• κουβεντιάζω πολ,ύ.

    Большой русско-греческий словарь > рассусоливать

См. также в других словарях:

  • μακρολογώ — (AM μακρολογῶ, έω) [μακρολόγος] 1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ 2. απεραντολογώ, φλυαρώ …   Dictionary of Greek

  • μακρολογώ — μακρολόγησα, αμτβ. 1. μακρηγορώ: Μακρολογούσε παρόλο που ήταν ώρα να φύγουμε. 2. περιττολογώ, φλυαρώ: Μακρολόγησε χωρίς να αναφέρει τελικά κάτι σχετικά με το θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρολογῶ — μακρολογέω speak at length pres subj act 1st sg (attic epic doric) μακρολογέω speak at length pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • μακρορρημονώ — μακρορρημονῶ, έω (Α) 1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ 2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ρρημονῶ (< ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι ρρημονώ, μεγαλο ρρημονώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»