-
1 гримироваться
-
2 гримировать
-
3 грнмироваться
грнм||ироватьсянесов μακιγιάρομαι. -
4 гримировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гримированный, βρ: -ван, -а, -оψιμυθιώ, μακιγιάρω.ψιμυθιούμαι, μακιγιάρομαι. || αλλοιώνομαι, αλλάζω μορφή. -
5 подвести
-веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).μτφ. βάζω, υποτάσσω.3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.4. κάνω, εκτελώ•подвести счёт κάνω λογαριασμό.
5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.εκφρ.подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).-йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.
См. также в других словарях:
μακιγιάρομαι — μακιγιάρομαι, μακιγιαρίστηκα, μακιγιαρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εντρίβω — (Α ἐντρίβω) νεοελλ. τρίβω με θεραπευτική αλοιφή αρχ. 1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.) 3. τρίβω με καλλυντική ουσία 4. μέσ. βάζω καλλυντικά,… … Dictionary of Greek
μέϊκαπ — το (άκλιτο) είδος καλλυντικού για την περιποίηση τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ρ. make up «μακιγιάρομαι»] … Dictionary of Greek
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek