-
1 гримировать
-
2 грим
гримм τό μακιγιάζ, τό μακιγιάρισμα:наложить \грим μακιγιάρω· снять \грим ξεμα-κιγιάρω. -
3 грнмировать
грнм||ирова́тьнесов μακιγιάρω. -
4 грим
-а α.1. ψιμυθίωση, μακιγιάζ•наложить грим μακιγιάρω•
снять грим βγάζω το μακιγιάζ.
2. μολύβια μακιγιαρίσματος. -
5 гримировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гримированный, βρ: -ван, -а, -оψιμυθιώ, μακιγιάρω.ψιμυθιούμαι, μακιγιάρομαι. || αλλοιώνομαι, αλλάζω μορφή. -
6 подвести
-веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).μτφ. βάζω, υποτάσσω.3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.4. κάνω, εκτελώ•подвести счёт κάνω λογαριασμό.
5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.εκφρ.подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).-йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.
См. также в других словарях:
μακιγιάρω — μακιγιάρω, μακιγιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μακιγιάρω — 1. βάζω στο πρόσωπο ψιμύθια, καλλυντικά, με σκοπό τον εξωραϊσμό, ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω 2. αλλάζω τη φυσιογνωμία ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων ουσιών, ώστε να μοιάζει με το πρόσωπο το οποίο υποδύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… … Dictionary of Greek
μακιγιάρω — μακίγιαρα, μακιγιαρίστηκα, μακιγιαρισμένος, καλλωπίζω τον εαυτό μου ή άλλον με τις κατάλληλες ουσίες για ομορφιά ή αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου: Η τραγουδίστρια ήταν έντονα μακιγιαρισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακιγιάρισμα — το [μακιγιάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακιγιάρω, το μακιγιάζ … Dictionary of Greek
αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιασιδώνω — και φκιασιδώνω Ν [φτειασίδι] καλλωπίζω, μακιγιάρω … Dictionary of Greek
φτιασιδώνω — φτιασίδωσα, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, και φκιασιδώνω φκιασίδωσα, φκιασιδώθηκα, φκιασιδωμένος, βάφω με κοκκινάδι, μακιγιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)