-
1 μαθητής
[матитис] ουσ. а. ученикΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαθητής
-
2 ученик
-а. α.-ца, -ы θ.1. μαθητής, -ρια•школьный ученик μαθητής σχολείου, σχολειαρόπαιδο, σχοληταρούδι• ученик 2го класса μαθητής της 2ς τάξης.
2. μαθητούδι, κοπέλι, τσιράκι.3. οπαδός, ζηλωτής, θιασώτης•достойный ученик своего учителя άξιος μαθητής του δασκάλου του•
-и христа, οι μαθητές του Χριστού.
-
3 последователь
-
4 учащийся
-
5 ученик
-
6 школьник
-
7 неуспевающий
неуспевающийприл:\неуспевающийющий ученик ὁ κακός μαθητής, ὁ ἀδύνατος μαθητής. -
8 ученик
учен||икм1. ὁ μαθητής (в школе)/ ὁ μαθητευόμενος, τό τσιράκι (на производстве)·2. (последователь) ὁ μαθητής, ὁ ὁπαδός. -
9 экстерн
экстернм ὁ ἐξωτερικός μαθητής:сдавать экзамены \экстерном δίνω ἐξετάσεις ὡς ἐξωτερικός (μαθητής, φοιτητής). -
10 наиболее
επίρ.1. πιο, πιο πολύ, περισσότερο•вы должны наиболее заботиться об этом деле εσείς πρέπει πιο πολύ να φροντίσετε γι αυτήν την υπόθεση.
2. σε συνδυασμό με επίθετα και επιρρήματα σχηματίζει υπερθετικό βαθμό: ο πιό•наиболее внимательный ученик ο πιό προσεκτικός μαθητής ή ο προσεκτικότερος μαθητής.
-
11 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα. -
12 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
13 слушатель
1. (тот, кто слушает кого-, что-л.) о ακροατής 2. (учащийся некоторых учебных заведений) о μαθητής, ο σπουδαστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушатель
-
14 учащийся
(тот, кто учится где-л.) о μαθητήςο μαθητευόμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учащийся
-
15 ученик
ο μαθητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ученик
-
16 школьник
ο μαθητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > школьник
-
17 воспитанник
воспи́т||анникм1. ὁ τρόφιμος, ὁ ἀνα-θρεφτός, ὁ μαθητής·2. (приемыш) τό ψυχοπαίδι. -
18 восьмиклассник
восьмиклассникм ὁ μαθητής τής ὀγδοης τάξης. -
19 гимназист
гимн||ази́стм ὁ γυμνασιόπαις, ὁ μαθητής γυμνασίου. -
20 десятиклассник
десятиклассникм ὁ μαθητής τής δέκατης τάξης.
См. также в других словарях:
μαθητής — learner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
μαθητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φοιτά σε σχολείο: Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν για τον αγιασμό. 2. αυτός που μαθαίνει κάτι, ο μαθητευόμενος, ο διδασκόμενος: Οι μαθητές του τον βοήθησαν να ολοκληρώσει το έργο του. 3. αυτός που ακολουθεί τις θεωρίες ενός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖς — μαθητής learner masc dat pl μαθητός learnt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσι — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταί — μαθητής learner masc nom/voc pl μαθητός learnt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητοῦ — μαθητής learner masc gen sg μαθητός learnt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇ — μαθητής learner masc dat sg (attic epic ionic) μαθητός learnt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)