-
41 заниматься
заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω* * *1) (чем-л.) ασχολούμαιзанима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική
2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω -
42 знание
знание с η γνώση приобрести \знаниея αποχτώ γνώσεις, μαθαίνω со \знаниеем дела με γνώση της δουλειάς* * *сη γνώσηприобрести́ зна́ния — αποχτώ γνώσεις, μαθαίνω
со зна́нием де́ла — με γνώση της δουλειάς
-
43 изучать
изучать см. изучить \изучать греческий язык μαθαίνω τα ελληνικά* * *см. изучитьизуча́ть гре́ческий язы́к — μαθαίνω τα ελληνικά
-
44 изучить
-
45 обучить
-
46 овладевать
овладевать, овладеть 1) (захватывать) κυριεύω, καταχτώ 2) (усваивать) κατέχω· \овладевать греческим языком μαθαίνω την ελληνική γλώσσα* * *= овладеть1) ( захватывать) κυριεύω, καταχτώ2) ( усваивать) κατέχωовладева́ть гре́ческим языко́м — μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
-
47 приучать
-
48 узнавать
узнавать, узнать 1) μαθαίνω; πληροφορούμαι (навести справку) 2) (признать) (ανα)γνωρίζω* * *= узнать1) μαθαίνω; πληροφορούμαι ( навести справку)2) ( признать) (ανα)γνωρίζω -
49 выведывать
выведыватьнесов ζητώ νά μάθω, ψα-ρέβω κάποιον, μαθαίνω:\выведывать чьи́-л намерения ἐξετάζω τίς διαθέσεις κάποιου· \выведывать» секрет μαθαίνω τό μυστικό. -
50 заучивать
заучиватьнесов, заучить сов μαθαίνω καλά:\заучивать наизу́сть μαθαίνω ἀπέξω, ἀποστηθίζω. -
51 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
52 наутро
наутронареч τήν ἐπαύριο[ν], τήν ἐπο-Ν-νην πρωΐαν. г^Учить сов (кого-л. чему-л.) μαθαίνω, °«>άσκω:\наутро кого-л. греческому языку́ μα· θαίνω κάποιον ἐλληνικά, διδάσκω σέ κάποιον τήν ἐλληνική γλωσσά \наутроея διδάσκομαι, μανθάνω (άμετ.), μαθαίνω (άμετ.). -
53 обучаться
обуч||атьсяἐκπαιδεύομαι, σπουδάζω, διδάσκομαι, μαθαίνω:\обучатьсяаться стрельбе μαθαίνω σκοποβολή. -
54 овладевать
овладеватьнесов1. (брать, захватывать) καταλαμβάνω, κυριεύω, παίρνω:\овладевать позицией воен. καταλαμβάνω θέση· \овладевать крепостью κυριεύω τό φρούριο· \овладевать имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας·2. перен (о мыслях, чувствах) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω·3. перен (усваивать) μαθαίνω, κατακτώ, γίνομαι κάτοχος:\овладевать греческим языком μαθαίνω τήν ἐλληνική γλώσσα· \овладевать техникой κατακτώ τήν τεχνική. -
55 распознавать
распознаватьнесов, распознать сов διακρίνω, μαθαίνω, (άνα)γνωρίζω, διαγι-γνώσκω:\распознавать чьи-л. намерения μαθαίνω τους σκοπούς κάποιου· \распознавать болезнь κάνω διάγνωση τής ἀρρώστειας. -
56 усваивать
усваиватьнесов1. συνηθίζω, ἐξοικειώνομαι:\усваивать навыки συνηθίζω· \усваивать привычку ἀποκτώ τή συνήθεια·2. (запомнить) μελετώ, ἀφομοιώνω, μαθαίνω:\усваивать уро́к μαθαίνω τό μάθημα·3. (пищу и т. п.) χωνεύω. -
57 учиться
учить||ся(чему-л.) μαθαίνω, διδάσκομαι, σπουδάζω:\учитьсяся греческому языку́ μαθαίνω ἐλληνικά· \учитьсяся в университете σπουδάζω στό πανεπιστήμιο[ν]· \учитьсяся в школе πηγαίνω σχολείο· -◊ \учитьсяся на собственных ошибках διδάσκομαι ἀπ· τά ἰδια μου τά λαθη· век живи \учиться век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
58 learn
[lə:n]past tense, past participles - learned, learnt; verb1) (to get to know: It was then that I learned that she was dead.) μαθαίνω2) (to gain knowledge or skill (in): A child is always learning; to learn French; She is learning (how) to swim.) μαθαίνω•- learned- learner
- learning
- learner-friendly -
59 вычитать
ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι διαβάζοντας• вычитать что-н. в газетах μαθαίνω κάτι από τις εφημερίδες.2. αντιπαραβάλλω έγγραφο με το πρωτότυπο, συγκρίνω, ελέγχω.ся μαθαίνομαι, γίνομαι γνωστός με το διάβασμα, την ανάγνωση. -
60 затвердить
-ржу, -рдишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затверженный, βρ: -жен, -жена, -о κ. затверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. αποστηθίζω, απομνημονεύω, μαθαίνω απ’ έξω•урок μαθαίνω το μάθημα απ’ έξω•
затвердить речь αποστηθίζω το λόγο.
2. αρχίζω να επαναλαβαίνωτα ίδια.
См. также в других словарях:
μαθαίνω — μαθαίνω, έμαθα, μαθημένος βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: μαθαίνω – μαθεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής (μαθαίνομαι) σε εκφράσεις όπως: μαθαίνεται ο έρωτας έτσι; (Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 82). Ο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — έμαθα, μαθεύτηκα, μαθημένος 1. αμτβ., πληροφορούμαι κάτι, διδάσκομαι, αποχτώ πείρα ή γνώση: Έμαθα τα νέα και χάρηκα πολύ. 2. μτβ., παρέχω γνώσεις σε κάποιον, διδάσκω: Μας έμαθε σωστά ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») … Dictionary of Greek
πρωτομαθαίνω — Ν 1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
απομαθαίνω — (AM ἀπομανθάνω, Μ κ. μαθαίνω) λησμονώ κάτι μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι νεοελλ. μαθαίνω πολύ καλά … Dictionary of Greek
δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
επιμανθάνω — ἐπιμανθάνω (Α) [μανθάνω] μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.) … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek