-
1 μαζικός
I, ή, ό[ν]1) массовый, для масс;μαζική οργάνωση — массовая организация;
μαζικό τραγούδι — массовая песня;
μαζική παραγωγή — массовое, серийное производство;
2) общий, совместный, коллективный;έχουμε το μαγαζί μαζικό — этим магазином мы владеем сообща
μαζικός2II, ή, ό[ν] уст. грудной, относящийся к груди -
2 μαζικός
[мазнкос] εκ. коллективный, массовый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαζικός
-
3 μαζικός
[мазнкос] επ коллективный, массовый. -
4 μαζικός
toptan, kitlesel, hep birlikte -
5 μαζικός
massΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαζικός
-
6 массовый
μαζικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > массовый
-
7 kitlesel
μαζικός -
8 массовый
массовый μαζικός· πολυπληθής (многолюдный)· средства \массовыйой информации τα μαζικά μέσα ενημέρωσης* * *μαζικός; πολυπληθής ( многолюдный)сре́дства ма́ссовой информа́ции — τα μαξικά μέσα ενημέρωσης
-
9 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
10 агитмассовый
агитмассов||ыйприл μαζικός προπαγανδιστικός, τής μαζικής προπαγάνδας:\агитмассовыйая работа ἡ μαζική προπαγανδιστική δουλειά. -
11 массовый
массов||ыйприл μαζικός:\массовыйая организация ἡ μαζική ὁργάνωση [-ις]· \массовыйая песня τό μαζικό τραγοῦδι. -
12 mass
I 1. [mæs] noun1) (a large lump or quantity, gathered together: a mass of concrete/people.) μάζα2) (a large quantity: I've masses of work / things to do.) σωρός3) (the bulk, principal part or main body: The mass of people are in favour of peace.) κύριος όγκος4) ((a) measure of the quantity of matter in an object: The mass of the rock is 500 kilos.) μάζα2. verb(to bring or come together in large numbers or quantities: The troops massed for an attack.) μαζεύω/-ομαι3. adjective(of large quantities or numbers: mass murder; a mass meeting.) μαζικός- mass-produce
- mass-production
- the mass media II [mæs] noun1) ((a) celebration, especially in the Roman Catholic church, of Christ's last meal (Last Supper) with his disciples: What time do you go to Mass?) θεία λειτουργία2) (a setting to music of some of the words used in this service.) λειτουργία -
13 массовый
[μάσσαβυΐ] εκ. μαζικός -
14 массовый
[μάσσαβυϊ] επ μαζικός -
15 валовой
επ.1. ολικός, συνολικός•-ая продукция συνολική παραγωγή.
2. γενικός, μαζικός•валовой пролет гусей μαζική πτήση χηνών.
-
16 гулянье
-я, γεν. πλθ. -ний, -ньям ουδ.1. περίπατος, βόλτα, σεργιάνι, σουλάτσο.2. διασκέδαση σε ανοιχτό χώρο. || μαζικός γιορτασμός, γιορτή•народное гулянье λαϊκός γιορταστικός περίπατος•
праздническое гулянье γιορταστική διασκέδαση.
3. τόπος διασκέδασης, ψυχαγωγίας. -
17 гуртовой
επ.κοπαδιάρικος, ποιμενικός•-ая собака τσομπανόσκυλο.
|| (συνήθως για ζώα) χοντρικός•-ая продажа χοντρική πώληση.
|| μτφ. παλ. μαζικός. -
18 коло
ουδ. άκλ. μαζικός νοτιοσλαβικός χορός. -
19 массированный
επ. από μτχ.μαζικός, συγκεντρωτικός•массированный огонь ομαδικά πυρά ή συγκεντρωτικά πυρά.
-
20 массовик
-а α.μαζικός προπαγανδιστής ή οργανωτής. || οργανωτής μαζικών παιγνιδιών ή διασκεδάσεων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαζικός — (I) ή, ό 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάζα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαϊκές μάζες, στον λαό («μέσα μαζικής ενημέρωσης») 2. συνεταιρικός, συντροφικός, κοινός («μαζική δουλειά») 3. παροιμ. «το μαζικό γαϊδούρι δεν τό τρώει ο … Dictionary of Greek
μαζικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων: Οι πολίτες αντέδρασαν με μαζικές κινητοποιήσεις. 2. κοινός, συνεταιρικός: Έχουν μαζική την επιχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μαζικοποίηση — η [μαζικός] (για πολιτικό κόμμα ή άλλη πολιτική ή κοινωνική οργάνωση) η απόκτηση μεγάλου αριθμού οπαδών με τη διεύρυνση τού πνεύματος τών κανόνων λειτουργίας και τής πολιτικής ώστε αυτά να γίνουν προσιτά από όσο το δυνατόν ευρύτερες λαϊκές μάζες… … Dictionary of Greek