-
1 μαγάδιδος
μάγαδιςmagadis: fem gen sg -
2 μάγαδις
μᾰγᾰδ-ις, ἡ, gen.Aμαγάδιδος Ath.14.634c
; nom. pl. (anap.) codd. Ath., Phillis ap.Ath. 14.636b; also, dat. μαγάδῑ prob. in X.An.7.3.32, Anaxandr. 35; acc.μάγαδιν Alcm.91
, Anacr. 18, cf. Poll.4.61 (-ῐν Diog.Ath.1.10, ῑν dub. in Anacr. l.c.); nom. pl.μαγάδεις Hsch.
:— magadis, an instrument with twenty strings arranged in octaves, Lydian acc. to Ath.14.634f, but ascribed to the Thracians by Canthar.9, and derived from Thrac. pr. n. Μάγδις by Duris 28 J.; played with the finger, Aristox.Fr.Hist.66; = πηκτίς, ibid., Menaechm.4 J.II a Lydian flute or flageolet, producing a high and a low note together, Ion Trag. 23 (cf. Aristarch. ap. Ath.14.634d), Anaxandr. l.c., cf. Did. ap. Ath. 14.634e, Hsch. [[pron. full] μᾰ, but μᾱ- S.Fr. 238 (anap.), nisi leg. μᾰγαδῖδες.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάγαδις
См. также в других словарях:
μαγάδιδος — μάγαδις magadis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγαδις — μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α) 1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση τής ογδόης 2.… … Dictionary of Greek
μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… … Dictionary of Greek