-
1 άσμα
ἄσμαneut nom /voc /acc sg——————ἄεισμαneut nom /voc /acc sgᾆσμαsong: neut nom /voc /acc sg -
2 ᾆσμα
ᾆσμα, ατος, τό (Pl. +; LXX; TestSol 8:2 D; Philo; Jos., C. Ap. 1, 12) song ἐποιήσεν ᾆσμα κυρίῳ τῷ θεῷ Anna sang a song for the Lord God GJs 6:3.—DELG s.v. ἀείδω. -
3 ἄσμα
-
4 ᾆσμα
-
5 ἄσμα
Βλ. λ. άσμα -
6 ᾆσμα
Βλ. λ. άσμα -
7 ᾆσμα
-ατος + τό N 3 1-0-4-9-2=16 Nm 21,17; Is 5,1; 23,15.16; 26,1 -
8 ασμ'
-
9 ᾆσμ'
-
10 άσμασι
-
11 άσμασιν
-
12 άσματα
ἄσμαneut nom /voc /acc pl——————ἄεισμαneut nom /voc /acc plᾆσμαsong: neut nom /voc /acc pl -
13 άσματι
-
14 άσματος
-
15 ώσμα
-
16 ὦσμα
-
17 σχεδόν
Grammatical information: adv.Meaning: `near', of place and time (ep. lyr. Il.), `nearly, almost, about' (posthom. IA.);Other forms: Also - όθεν `from nearby' (Hom., A. R.; Schwyzer 628).Compounds: Comp. αὑτο-σχεδόν (- δά P 319) `right in the vicinity, very near' (Hom., Arat.), `at once' (A. R.) with αὑτοσχεδ-ίη, only in obl. cas.: dat. - ίῃ ( μάχῃ, ὑσμίνῃ?; cf. Trümpy Fachausdrücke 113), acc. - ίην `in close combat, man to man' (Hom.), ἐς σχεδόν `in close combat' (Tyrt.), ἐξ -ίης `inconsiderate, offhand' (h. Merc.); adj. - ιος `unprepared, improvised' (Arist., hell. a. late).Derivatives: σχέδ-ιος `nearby, belonging to close combat' (A. in lyr. a.o.), `adjacent, concerning the closest present, instantly, unprepared, improvised' (hell. a. late); adv. - ίην `in close combat' (Ε 830), `soon' (Nic.). -- From this the verbs: 1. σχεδι-άζω, also w. ἀπο- a.o., `to improvise, to do, make offhand, to act thoughtlessly' (hell. a. late) with - ασμα, - ασμός, - αστικῶς (hell. a. late.; on the meaning Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὑτοσχεδι-άζω `id.' (Att.) with - αστής (X.), - ασμα, - ασμός, - αστός, - αστικός (Pl. Com., Arist. a.o.).Etymology: From σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) with suffix - δον (Schwyzer 626; cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); prop. `holding (himself) to, connecting'. Lat. LW [loanword] schedius, - ium. Cf. σχέδην.Page in Frisk: 2,837Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχεδόν
-
18 άισμα
-
19 ἄισμα
-
20 άσμάτων
См. также в других словарях:
ἄσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek
άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek
ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… … Dictionary of Greek
Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος … Dictionary of Greek
Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα … Dictionary of Greek
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)