-
81 σινίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σινίασμα
-
82 σκέπασμα
A a covering,τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d
; of a cap or shoe, Id.Lg. 942d; of clothing generally, Arist.Pol. 1336a17; alsoὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA 687b24
; covering membrane, Id.GA 780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου ς., in plants, Id.de An. 412b2;οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph. 1043a32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπασμα
-
83 σκεύασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεύασμα
-
84 σκίασμα
2 reflected image, shadow in water, Callistr.Stat.5 [suff] σκῐ-ασμός, ὁ,= foreg. 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27.2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίασμα
-
85 στέγασμα
A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.);ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181
;σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5
(Athens, iv B.C.);τὰ σ. τοῖς πλοίοις
awnings,PCair.Zen.
53.7 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέγασμα
-
86 στοβάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοβάζω
-
87 στόχασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόχασμα
-
88 συνουσίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουσίασμα
-
89 συσκίασμα
A shadow, Cat.Cod.Astr.7.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσκίασμα
-
90 σύχνασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύχνασμα
-
91 τέχνασμα
A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or. 1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond. 53v.9, Hdn. 4.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνασμα
-
92 τρόχασμα
A course, running, App.Anth.6.193 (pl.): also [suff] τροχ-ασμός, ὁ, Hippiatr.42 (pl.), Hsch. s.v. ὑπὸ δρόμον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχασμα
-
93 τύρβασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύρβασμα
-
94 τώθασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τώθασμα
-
95 φθίνασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθίνασμα
-
96 χάλασμα
A slackened condition, relaxation,ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d
, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6.2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χ. to be packed not too tightly, Plu.Aem.32.3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733;χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114
(Lebad., ii B. C.).4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc.6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλασμα
-
97 χίασμα
-
98 χλεύασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλεύασμα
-
99 χλίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλίασμα
-
100 χλόασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλόασμα
См. также в других словарях:
ἄσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek
άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek
ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… … Dictionary of Greek
Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος … Dictionary of Greek
Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα … Dictionary of Greek
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)