-
1 μίγα
μίγα, gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
-
2 μίγα,
μίγα, u. μιγάδην, gemischt, vermischt -
3 σύμ-μιγα
-
4 ἀνά-μιγα
-
5 μιγάδην
μίγα, u. μιγάδην, gemischt, vermischt -
6 μίσγα
μίσγα, = μίγα, Apollon. de adv. 562, 5, zw.
-
7 μίξ
μίξ, = μίγα, Nic. Ther. 615 u. a. sp. D.
-
8 μίγδα
μίγδα, wie μίγα, gemischt, vermischt; μίγδ' ἄλλοισι ϑεοῖσι, mit den Göttern, Il. 8, 437; ὀστέα σοῦ καὶ Πατρόκλου κεῖται μίγδα, Od. 24, 77; H. h. Cer. 426.
-
9 ἀμ-μέσον
-
10 ἀνάμιγα
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
11 ἀνάμιγδα
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
12 ἀναμίγδην
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
13 σύμμιγα
σύμ-μιγα, gemischt, zugleich mit
См. также в других словарях:
μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
μίγα — mixed indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδην — (Α) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
μιγάδις — (Μ) επίρρ. μιγάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις, φυγ άδις)] … Dictionary of Greek
μιγάζομαι — (Α) (επικ. τ.) μίγνυμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] … Dictionary of Greek
mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) — mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh ) English meaning: to mix, stir Deutsche Übersetzung: “mischen” Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ; Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… … Proto-Indo-European etymological dictionary