-
1 ἀνά-μιγα
-
2 ἀνάμιγα
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
3 ἀνάμιγδα
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
4 ἀναμίγδην
ἀνά-μιγα, ἀνά-μιγδα u. ἀνα-μίγδην vermischt, durcheinander, zugleich -
5 ἀμ-μέσον
См. также в других словарях:
μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] … Dictionary of Greek