Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μήνιμα

См. также в других словарях:

  • μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής …   Dictionary of Greek

  • μήνιμα — μήνῑμα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίματ' — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl μηνί̱ματι , μήνιμα cause of wrath neut dat sg μηνί̱ματε , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνισμα — τὸ (Α) [μηνίζω] μήνιμα* …   Dictionary of Greek

  • μηνίαμα — μηνίαμα, τὸ (Α) [μηνιώ] μήνιμα* …   Dictionary of Greek

  • προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …   Dictionary of Greek

  • μηνιμάτων — μηνῑμάτων , μήνιμα cause of wrath neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίμασι — μηνί̱μασι , μήνιμα cause of wrath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίματα — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίματος — μηνί̱ματος , μήνιμα cause of wrath neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»