Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μήνας

См. также в других словарях:

  • Μηνᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηνάς — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μῆνας — μαίνομαι rage aor ind act 2nd sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Μηνάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 3 κάτ.) των Φούρνων. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στα… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακός μήνας — Βλ. λ. ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»