-
1 Μηνάς
-
2 Μηνᾶς
-
3 Μηνάς
Μηνάς οМина –1) имя некоторых святых Православной Церкви:άγιος Μηνάς ο Στρατηλάτης — святой Мина Стратилат (полководец, победитель);
2) мужское имяЭтим.< μηνώ «извещать, посылать сообщение» -
4 μηνάς
μηνάς, άδος, ἡ, = Folgdm, μηνάδος αἴγλα, Eur. Rhes. 534.
-
5 μηνας
-
6 μήνας
-
7 μῆνας
-
8 μηνάς
μηνάςfem nom sg -
9 μηνάς
-
10 μήνας
ο месяц;προσεχής ( — или επόμενος) μήνας — будущий месяц;
κάθε μήνα — каждый месяц;
τον περασμένο μήνα — в прошлом месяце;
κατά μήνα — или από μήνα σε μήνα — ежемесячно, из месяца в месяц;
§ ο μήνας τού μέλιτος — медовый месяц;
τό μήνα πού δεν έχει Σάββατο — когда рак свистнет;
μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — а) время летит, не успеешь оглянуться как...; — б) месяца как не бывало (чаще — от получки до получки и т. п.);
βρήκε τον μήνα πού θρέφει τούς έντεκα — он живёт как у Христа за пазухой;
εννιά έχει ο μήνας ирон. — а) ему море по колено; — б) у него хоть кол на голове теши (о безмятежности, безразличии)
-
11 Μήνας
Μήνᾱς, Μήνηmoon: fem acc plΜήνᾱς, Μήνηmoon: fem gen sg (doric aeolic) -
12 μήνας
μήνᾱς, μαίνομαιrage: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)μήνᾱς, μήνηmoon: fem acc plμήνᾱς, μήνηmoon: fem gen sg (doric aeolic) -
13 μῆνας
месяцевмесяцыΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆνας
-
14 μήνας
[минас] ουσ α месяц. -
15 μήνας
el mes -
16 μήνας
mois -
17 μήνας
miesiąc (m) rzecz. -
18 μήνας
měsíc -
19 μήνας
monthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μήνας
-
20 Όταν ο μήνας δεν έχει ρ το κρασί θέλει νερό
Όταν ο μήνας δεν έχει ρώ (ρ) το κρασί θέλει νερόКогда в названии наступившего месяца отсутствует буква «р», то вино следует разбавлять водой(в Греции во время жарких летних месяцев нужно с особой осторожностью относится к употреблению алкоголя)Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν ο μήνας δεν έχει ρ το κρασί θέλει νερό
См. также в других словарях:
Μηνᾶς — masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηνάς — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μῆνας — μαίνομαι rage aor ind act 2nd sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιος Μηνάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 3 κάτ.) των Φούρνων. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στα… … Dictionary of Greek
ανωμαλιακός μήνας — Βλ. λ. ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς … Dictionary of Greek