Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μήλη

См. также в других словарях:

  • μήλη — probe fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλῃ — μήλη probe fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… …   Dictionary of Greek

  • Μήλη — Μῆλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήλῃ — Μῆλος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέων — μήλη probe fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλῶν — μήλη probe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆλαι — μήλη probe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλην — μήλη probe fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλης — μήλη probe fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλῃσι — μήλη probe fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»